Η Ηώς Ζερβουδάκη, Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, από Κωνσταντινουπολίτες γονείς. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η Ηώς Ζερβουδάκη, Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, από Κωνσταντινουπολίτες γονείς. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα στην Κλασική Αρχαιολογία το 1961, στη Βόννη, δίπλα στον μεγάλο Ernst Langlotz. 
Το θέμα της διατριβής της ήταν η αττική πολύχρωμη κεραμική με ανάγλυφες παραστάσεις, στα τέλη του 5ου και κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.

Προσελήφθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1965, ύστερα από διαγωνισμό και υπηρέτησε στις Εφορείες Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Δωδεκανήσου φτάνοντας μέχρι το βαθμό του Εφόρου Αρχαιοτήτων.

Κατά τα έτη 1980-82 και 1990-91 υπήρξε Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Κατά τα έτη 1982-1990 υπήρξε Έφορος της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών εργάστηκε αόκνως για την επανέκθεση των αγγείων του Μουσείου και της Συλλογής Σταθάτου στο ΕΑΜ. Από το 1997 έως το 1999 διετέλεσε Διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής των Συναντήσεων για την Ελληνιστική Κεραμική που τόσα πολλά έχουν προσφέρει στην έρευνα, τη μελέτη και την ορθή επιστημονική ορολογία σχετικά με τα αγγεία αυτής της περιόδου. Υπήρξε, μέλος του ΚΑΣ κατά τα έτη 1999-2005 και Πρόεδρος της Επιτροπής του ΤΔΠΕΑΕ για τα μνημεία της Λίνδου από το 1998 μέχρι το θάνατό της.
Υπήρξε επίσης ισόβιο μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντεπιστέλλον μέλος του DAI και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Τμήματος του LIMC. Ανήκε επίσης στην Επιτροπή Πολιτισμού της Βουλής των Ελλήνων.

Στέλεχος σημαντικό όλα τα χρόνια της καριέρας της και για το Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, του οποίου υπήρξε πρόεδρος τα έτη 1977-1979. Πάντα παρούσα στις συνελεύσεις και με συνεχή ενεργό συμμετοχή στα πράγματα του ΣΕΑ μέχρι τη συνταξιοδότησή της.

Η Ηώς Ζερβουδάκη ήταν επιστήμων αρχαιολόγος, διεθνούς κύρους και αποδοχής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μικροπλαστική και την κεραμική της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Το γραπτό της έργο διακρίνεται από το μεστό και καίριο επιστημονικό λόγο, την ιδιαίτερα οξυδερκή αρχαιολογική παρατήρηση, την επίπονη τεκμηρίωση, τις πολύ συχνά ευφυείς διαπιστώσεις και τα υπέροχα ελληνικά, που δίκαια της έδωσαν τον τίτλο «Πότνια του πηλού», κατά την εύστοχη διαπίστωση του Ιωάννη Τουράτσογλου. «Πότνια», δηλαδή Δέσποινα, Τιμία, Σεβαστή και Σεβασμία της κλασικής και ελληνιστικής κεραμικής, αφιέρωσε κυριολεκτικά τη ζωή της στην προστασία των αρχαιοτήτων, με μοναδικό ήθος, ανυποχώρητο πάθος και συνέπεια που έλαμπαν και έκοβαν σαν διαμάντι.

Υπερασπίστηκε τα μνημεία με τρόπο αδέκαστο και ήθος αταλάντευτο, χωρίς ποτέ να διστάζει να εκφράσει τη γνώμη της οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο συνομιλητής της, όσο «ψηλά» κι αν βρισκόταν στην διοικητική ιεραρχία ή την πολιτική ηγεσία.

Όλη της η παρουσία απέπνεε το ήθος και την αγωγή που την χαρακτήριζαν σ’ όλες τις εκφάνσεις του βίου της. Το δωρικό ύφος και η λιτότητά της χαρακτήριζαν και το λόγο της˙ λόγο λιτό, αλλά περιεκτικό, μεστό, που τίποτα δεν περίσσευε, διανθισμένο με στοιχεία της απέραντης επιστημονικής γνώσης που διέθετε. Τη γνώση αυτή ουδέποτε δίστασε να την μοιραστεί με τους άλλους και κυρίως μ’ εμάς τους νεώτερους.
Με γενναιοδωρία και περίσσια ψυχής, πλησίαζε πάντα τους νέους ανθρώπους, τους νέους συναδέλφους με άφατη γλυκύτητα και αγάπη, με αποδοχή και διάθεση για ανιδιοτελή βοήθεια και καθοδήγηση.

Συμβουλές, απόψεις επιστημονικές, βιβλιογραφία, ένας υποστηρικτικός λόγος ή ένα πειραγματάκι, πάντα με γλυκύτητα και εξαιρετικό χιούμορ δοσμένα, με φωνή βαθειά, ζεστή, «χρυσαφένια».

Πίσω από το λιτό της παρουσιαστικό, στα μάτια της το βλέμμα είχε πάντα μια σχεδόν παιδιάστικη λάμψη. Δίπλα στο αυστηρό ύφος της εμφάνισής της, μάτια που γέλαγαν συχνά και χιούμορ πηγαίο, συχνότατα ανατρεπτικό, σε αντίστιξη με τη δωρικότητά της, γιαυτό ακριβώς και πιο αιφνιδιαστικό…

Η προσήνεια, η γλυκύτητα και η αφειδώλευτη αποδοχή, περίσσευμα ψυχής όλα τα παραπάνω, με αποδέκτες κυρίως τους νέους ανθρώπους, που κοντά της έβρισκαν όλη την υποστήριξη του κόσμου, είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη για όλους μας, πέραν του σημαντικού της επιστημονικού έργου και του μοναδικού της ήθους.

Ο θάνατός της Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα άδικος, αδόκητος, αδιανόητος, μας άφησε, όσους τη γνωρίσαμε, παγωμένους από τον πόνο τον ξαφνικό. Μαζί μας πάντα το γελαστό της βλέμμα και το χαμόγελό της, γενναιόδωρα μοιρασμένο, το χαμόγελο που «αν είναι από πηγή-νικά». 
Καλό ταξείδι στην Ηώ. Θα την θυμόμαστε πάντα με μεγάλο σεβασμό, τρυφερότητα κι αγάπη.

Μάγια Κόμβου