ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr
 
 
                                                                                                                                                                                                                                                                     Αθήνα,   8/9/2021
 
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
 
       Άγγελος Χανιώτης, Το ελληνικό δημόσιο μουσείο: φαντασιώσεις και προοπτικές
 
Η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του καθηγητή Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον κ. Άγγελου Χανιώτη, από τη διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων την Τρίτη 22 Ιουνίου 2021.

Δεν θυμάμαι άλλη συγκυρία στις τελευταίες δεκαετίες που τόσο πολλά ζητήματα σχετιζόμενα με την προστασία, μελέτη και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς να έχουν βρεθεί στην επικαιρότητα. Μπορεί το καλοκαίρι του 2014 να μας απασχολούσε ο Τύμβος της Αμφίπολης ως ανασκαφή, ως σόου και ως παράδειγμα της πολιτικής εκμετάλλευσης της αρχαιολογίας, αλλά ήταν ένα μόνο θέμα. Αντίθετα, το τελευταίο εξάμηνο είδαμε να έρχονται στη δημοσιότητα μια σειρά από θέματα που μπορεί από πρώτη ματιά να φαίνονται ετερόκλητα, αλλά ουσιαστικά όλα σχετίζονται με τα μνημεία, κυρίως της αρχαιότητας, αλλά όχι μόνο. Αναφέρομαι στις δηλώσεις του βρετανού πρωθυπουργού για το θέμα της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα και τις στερεότυπες, σχεδόν τελετουργικές, αντιδράσεις από την ελληνική πλευρά – το Υπουργείο Πολιτισμού και το Μουσείο Ακρόπολης –, που απλώς επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται αυτό το ζήτημα· αναφέρομαι στην απόφαση του ΣτΕ που νομιμοποιεί την κατά τη γνώμη μου αναίτια, πολυδάπανη, επικίνδυνη και πολύπλευρα επιζήμια απόσπαση του αρχαιολογικού συνόλου που αποκαλύφθηκε στον Σταθμό Μετρό Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη· αναφέρομαι στην εξαγγελία νομοσχεδίου σύμφωνα με το οποίο πέντε μεγάλα μουσεία θα γίνουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου· αναφέρομαι στα έργα στην Ακρόπολη και την κάλυψη μεγάλου μέρους της επιφάνειας του βράχου με σκυρόδεμα· αναφέρομαι στο πολυσυζητημένο και όχι απλό θέμα της διάθεσης αρχαιολογικών μνημείων για φωτογραφήσεις (τελευταία οίκων μόδας)· και, τέλος, αναφέρομαι και σε ένα θέμα που δεν συνδέεται με το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά αφορά άμεσα στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την εκπαίδευση των ανθρώπων που θα την αναλάβουν, δηλαδή στην κατάργηση του Τμήματος Μουσειολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, που προκάλεσε στη μεν Ηλεία τη ομόθυμη αντίδραση όλων των τοπικών πολιτευτών, στον δε φιλοκυβερνητικό κυρίως τύπο ειρωνικά σχόλια.

 Συνάδελφοι αρχαιολόγοι μού ζήτησαν τον περασμένο Μάρτιο να υπογράψω επιστολή διαμαρτυρίας για τη μετατροπή πέντε μουσείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αρνήθηκα, όχι επειδή συμφωνώ με το νομοσχέδιο (το περιεχόμενο του οποίου δεν είναι γνωστό σε λεπτομέρειες), αλλά επειδή διαφωνώ με την αποσπασματική αντιμετώπιση ενός πλέγματος θεμάτων που κατά τη γνώμη μου χρειάζονται ενιαία αντιμετώπιση, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό. Έτσι χαίρομαι που η ομιλία αυτή στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων μου δίνει την ευκαιρία να συμβάλω σε μια συζήτηση που δεν αφορά μόνο τους αρχαιολόγους της υπηρεσίας.
Ξεκινώ με μια captatio benevolentiae. Δεν έχω εργασθεί ποτέ στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και η ενασχόλησή μου με αρχαιολογικά θέματα είναι πολύ πιο περιορισμένη από εκείνη της πλειοψηφίας των ακροατών. Το ότι έχω επισκεφθεί εκατοντάδες μουσεία σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Τυνησία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ δεν δίνει καμμιά εγκυρότητα στις απόψεις μου. Δεν περιμένουμε από κάποιον που μπαινοβγαίνει σε νοσοκομεία να έχει απαραίτητα και ιατρικές γνώσεις. ΕΙΚ Ωστόσο συμμετέχω σχεδόν ανελλιπώς σε ανασκαφές από το 1979, έχω μελετήσει υλικό σε μουσεία στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία· έχω συνεπιμεληθεί μια αρχαιολογική έκθεση στη Νέα Υόρκη για το συναίσθημα στην αρχαιότητα, μαζί με τους Νίκο Καλτσά και Γιάννη Μυλωνόπουλο, ΕΙΚ η οποία απέσπασε το βραβείο του κοινού ως η καλύτερη έκθεση του 2017. Και ό,τι μου λείπει σε εμπειρία, το συμπληρώνω σε πάθος για τη μελέτη και κατανόηση της αρχαιότητας και τη σύνδεσή της με τον σημερινό κόσμο.

Στη σημερινή μου ομιλία θα ασχοληθώ με το δημόσιο μουσείο στην Ελλάδα. Αυτό δεν αποτελεί υποτίμηση της αξίας που έχουν τα ιδιωτικά μουσεία, είτε έχουν προκύψει από ιδιωτικές συλλογές έργων τέχνης χωρίς συγκεκριμένη θεματολογία (όπως το Μουσείο Μπενάκη) είτε έχουν μια συγκεκριμένη θεματική, όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο. Το δημόσιο μουσείο έχει άλλες καταβολές και άλλη λειτουργία. Οι καταβολές του βρίσκονται στην υποχρέωση του ελληνικού κράτους, διακηρυγμένη ήδη από την ίδρυσή του, να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά. Το δημόσιο μουσείο – με την εξαίρεση μουσείων πανελλαδικού/εθνικού χαρακτήρα (όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό, EIK το Επιγραφικό και το Νομισματικό Μουσείο) – συνδέεται τις περισσότερες φορές με την ανασκαφική έρευνα συγκεκριμένων θέσεων ή περιοχών – αυτό ισχύει και για τα Μουσεία Ηρακλείου και Θεσσαλονίκης, που έχουν αυτονομία από τις αντίστοιχες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Επομένως έχει τοπικό χαρακτήρα, με όσες συνέπειες έχει αυτό και για τη σύνδεση του μουσείου με την τοπική κοινωνία και με την επιστημονική του σημασία για τη μελέτη του πολιτισμού και της ιστορίας κάποιας περιοχής, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Ερέτριας, της Σητείας κ.ο.κ. Αυτό έχει σημασία για την αποτίμηση των προθέσεων του Υπουργείου να αλλάξει το καθεστώς πέντε μουσείων και να τα μετατρέψει σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με αυτονομία στη διοίκηση και την οικονομική τους διαχείριση.

Το νομοσχέδιο δεν έχει κατατεθεί ακόμα, επομένως τις πληροφορίες μου τις αντλώ μόνο από τις σχετικές ανακοινώσεις. Πριν καν κατατεθεί, έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις τόσο στον τύπο όσο και στην επιστημονική κοινότητα. 487 ειδικοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό απηύθυναν την 25η Απριλίου έκκληση στον πρωθυπουργό να μην επιτρέψει την αποκοπή των μεγάλων μουσείων από τις Εφορείες και να τα ενισχύσει με προσωπικό, οικονομικούς πόρους και τεχνογνωσία. Με την άποψη αυτή συντάχθηκα και εγώ με άρθρο στην Καθημερινή της 1ης Μαρτίου. Όπως έγραφα, «τα μουσεία δεν είναι μόνο εκθεσιακοί χώροι και πωλητήρια· έχουν βιβλιοθήκες, εργαστήρια συντήρησης, αποθήκες, φωτογραφικά αρχεία και επιστημονικές συλλογές. Η απομάκρυνσή τους από την ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δημιουργεί προβλήματα στις συνεργασίες με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων που διαρκώς φέρνουν στο φως νέα ευρήματα που χρειάζονται συντήρηση, μελέτη, δημοσίευση και έκθεση». Αν και οι αρνητικές αντιδράσεις μοιάζει να υπερτερούν, υπάρχουν και φωνές υποστηρίζουν αυτό το μέτρο.

Στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 5ης Ιουνίου, ο Νίκος Παπανδρέου γράφει: «Το ευχάριστο είναι ότι όπου να ‘ναι ο χώρος και τα μουσεία της θα μπορούν να αναπνεύσουν πιο ελεύθερα με την αλλαγή στη νομική τους μορφή (θα γίνουν ΝΠΔΔ σαν το Μουσείο Ακρόπολης). Ξαφνικά θα είναι πιο ανεξάρτητα και πιο λειτουργικά και θα λύνουν τα προβλήματά τους τα ίδια τα μουσεία, διευκολύνοντας το υπουργείο Πολιτισμού και απαλλάσσοντάς το από χρονοβόρες λειτουργικές λεπτομέρειες. Δεν θα είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κεντρικού κράτους, κάτι που μάλλον κρατάει άυπνους τους οπαδούς της επανάστασης». Πιο λεπτομερής είναι η επιχειρηματολογία του κ. Αντώνη Καμάρα, ερευνητή στην Οξφόρδη και συγγραφέα της μελέτης «Diaspora and Transnational Philanthropy in Greece» (Διασπορά και διεθνική φιλανθρωπία στην Ελλάδα). Με άρθρο του στην Καθημερινή της 26ης Μαΐου με τον τίτλο «Η ευεργεσία της διασποράς», επισημαίνει, πολύ σωστά, τη σημασία που είχαν από τον 19ο ως τα μέσα του 20ού αιώνα οι δωρεές ομογενών και το ανεκμετάλλευτο δυναμικό της διασποράς στον τομέα ων χορηγιών – και, θα πρόσθετα, όχι μόνο σε αυτόν. Ο κ. Καμάρας επισημαίνει, επίσης πολύ σωστά ότι η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών έχει δεχθεί υψηλότατες δωρεές από Ελληνο-αμερικανούς και το 1/4 περίπου των μελών του Δ.Σ. της (Board of Trustees)  είναι ελληνικής καταγωγής. Κάτι άλλο με το οποίο δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τον κ. Καμάρα είναι η διαπίστωση ότι ομογενείς υποστηρίζουν όλα τα αµερικανικά ιδρύµατα που δραστηριοποιούνται στη χώρα µας. Το συμπέρασμά του είναι, όσο μπορώ να κρίνω, πειστικό: «μετά τον πόλεµο τα αµερικανικά ιδρύµατα στην Ελλάδα αποκτούν σχέση µε την ευεργεσία της διασποράς, ενώ δηµόσια ιδρύµατα, που δεν θα υπήρχαν χωρίς αυτή την ευεργεσία, αποκόπτουν σχεδόν κάθε σχέση µαζί της».

Η διαφωνία μου με την ανάλυσή του αρχίζει όταν γίνονται συγκρίσεις ανάμεσα στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο κ. Καμάρας γράφει: «Το µέγεθος και η φύση αυτής της διαχρονικής επιτυχίας της ΑΣΚΣ αναδεικνύουν δύο πράγµατα. Πρώτον, την αποτυχία του ΕΑΜ, και των υπόλοιπων µη αυτόνοµων µουσείων της χώρας, να προσελκύσουν συστηµατικά πόρους από την ευεργεσία. Δεύτερον, την έωλη επιχειρηµατολογία των πολέµιων της απόφασης της κυβέρνησης να µετατρέψει τα πέντε σηµαντικότερα µουσεία της χώρας σε ΝΠΔΔ, ούτε καν σε ΝΠΙΔ, από οργανικές µονάδες του υπουργείου Πολιτισµού που είναι σήµερα (ΕΑΜ, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)».

Δεδομένου ότι ανήκω σε εκείνους που κατά τον κ. Καμάρα έχουν χρησιμοποιήσει δημόσια έωλη επιχειρηματολογία κατά του σχετικού νομοσχεδίου, θεώρησα υποχρέωσή μου προς όφελος ενός νηφάλιου διαλόγου για ένα σημαντικό θέμα να εξετάσω λεπτομερώς τις απόψεις του κ. Καμάρα. Θέτει λοιπόν το εξής ερώτημα: «Αν το ΕΑΜ ήταν διοικητικά αυτόνοµο και είχε ένα Δ.Σ. που να αποτελείται από κορυφαίες προσωπικότητες της Ελλάδας και της διασποράς, όντας ο σηµαντικότερος θεµατοφύλακας της κλασικής κληρονοµιάς, δεν θα είχε προικοδοτηθεί µε µερικές εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ από την ευεργεσία; Λαµβανοµένου υπόψη ότι η κλασική µας παράδοση είναι πυλώνας, εξίσου σηµαντικός µε την Ορθοδοξία, της ταυτότητας της διασποράς µας;» Αν αυτό το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, τότε χρειάζεται μια απάντηση και η απάντηση είναι ένα κοφτό «όχι». Με αυτό δεν εννοώ ότι δεν θα πρέπει να σκεφθούμε πολύ σοβαρά πώς θα αξιοποιήσουμε την ομογένεια και τη διασπορά προς όφελος και της πολιτικής θέσης και της οικονομίας και του πολιτισμού της πατρίδας μας – στο σημείο αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Καμάρα –, αλλά πρώτον, το ότι το εμπόδιο για τη ροή χορηγιών δεν είναι το αν τα μουσεία είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή όχι, και δεύτερον, ότι η ευεργεσία έχει ένα σοβαρό τίμημα, που δεν θα πρέπει να υποτιμούμε. Παραθέτω λοιπόν τις αντιρρήσεις μου.

Πρώτον, η σύγκριση ανάμεσα στο ΕΑΜ και την ΑΣΚΣ είναι παραπλανητική, γιατί είναι δύο οργανισμοί με εντελώς διαφορετική δομή, αποστολή, έδρα και προσωπικό. Η σύγκριση θα πρέπει να γίνει με το Μουσείο Ακρόπολης που είναι εδώ και 12 χρόνια νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από σεβαστές προσωπικότητες «αναγνωρισμένου κύρους των Τεχνών, των Γραμμάτων και των Επιστημών» (όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος) και επομένως πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο κ. Καμάρας για να προσελκύει δωρεές. Επιπλέον είναι ένα πρώτης τάξης μουσείο με μεγάλη επισκεψιμότητα και εμβληματικό χαρακτήρα. Πού είναι λοιπόν τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ; Το Μουσείο Ακρόπολης έχει δεχθεί μόνο χορηγίες για ειδικές εκθέσεις, πολύ επιτυχημένες, αλλά δεν έχει δημιουργήσει – τουλάχιστον αν κρίνουμε από τις πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί – ένα στιβαρό κληροδότημα, που είναι το ζητούμενο (όχι η κάλυψη λειτουργικών δαπανών).

Δεύτερον, απαραίτητη προϋπόθεση για σημαντικές δωρεές από ομογενείς είναι ο αποδέκτης της δωρεάς να αναγνωρίζεται ως κοινωφελής οργανισμός στη χώρα κατοικίας του ομογενούς – τις ΗΠΑ, την Αυστραλία κλπ. –, διότι διαφορετικά το ποσό της δωρεάς δεν εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα. Για αυτόν τον λόγο η Αρχαιολογική Εταιρεία ίδρυσε την Archaeological Society Foundation, της οποίας είμαι ο ταμίας, αναγνωρισμένη ως κοινωφελής οργανισμός στην πολιτεία του Ιλλινόις και με τη δυνατότητα να εκδίδει βεβαιώσεις δωρεών για φορολογική χρήση. Αυτό δεν είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι παράγοντας που θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του.

Τρίτον, και πολύ σημαντικότερο, δεν αρκεί ένα Δ.Σ. για να ανοίξουν οι κρουνοί των τραπεζικών καταθέσεων και να αρχίσει να βρέχει δολάρια. Χρειάζεται επαγγελματικό fundraising, δηλαδή κυνήγι χορηγιών. Οι αμοιβές όσων κάνουν το κυνήγι των χορηγιών επαγγελματικά κυμαίνονται από εκατό χιλιάδες δολάρια ως μισό εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο. Ο κ. Καμάρας όφειλε να ρωτήσει την ΑΣΚΣ ποιος είναι ο ετήσιος μισθός του ανθρώπου που πολύ επιτυχημένα αναζητά χορηγίες για λογαριασμό της και ο οποίος είναι μεγαλύτερος από τον ετήσιο μισθό όλων των αρχαιολόγων που εργάζονται π.χ. στο Μουσείο Ηρακλείου. Όσοι επαγγελματίες κυνηγοί χορηγιών δεν έχουν μισθό, έχουν ως αμοιβή τους ποσοστό των χορηγιών, που ανάλογα με το είδος του οργανισμού κυμαίνεται από 10 ως 60%. Επομένως η ιδέα ότι η αυτονόμηση κάποιων μουσείων αυτομάτως θα οδηγήσει σε χορηγίες από την ομογένεια είναι αβάσιμη. Ανήκει στον χώρο της φαντασίας.

Η αναζήτηση χορηγιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και ανταγωνιστική υπόθεση, όπως γνωρίζει καθένας μα κάποια εμπειρία. Είναι αλήθεια ότι μεταπολεμικά έχουν περιορισθεί σημαντικά οι δωρεές ομογενών προς την Ελλάδα, για δύο κυρίως λόγους· πρώτον, επειδή από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η ένταξή τους (και εκείνη της δεύτερης και τρίτης γενιάς) στις νέες χώρες κατοικίας τους, προτιμούν δωρεές εκεί (αντίθετα από τη συμπεριφορά των ομογενών που είχαν στενή συναισθηματική σύνδεση με το χωριό τους). Ο δεύτερος λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε ελληνικούς οργανισμούς, είτε δημόσιους είτε ιδιωτικούς.

Στον χώρο της φαντασίας ανήκει όμως και η αυτονομία των μουσείων που προτείνεται να γίνουν ΝΠΔΔ, αυτονομία την οποία υμνεί ο Νίκος Παπανδρέου στο άρθρο που προανέφερα. Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, είμαι υπέρ της διευρυμένης αυτονομίας επιστημονικών οργανισμών, αλλά καλό θα ήταν οι υπέρμαχοι του νομοσχεδίου που ετοιμάζει το ΥπΠο να έμπαιναν στον κόπο να πληροφορηθούν τί είδους αυτονομία προβλέπεται για αυτά τα μουσεία, αν κρίνουμε από την αυτονομία άλλων ανάλογων ΝΠΔΔ. Αφήνω στην άκρη τα πανεπιστήμια, που ενώ είναι ΝΠΔΔ δεν έχουν ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο του κεντρικού κράτους, και ας δούμε τί προβλέπει ο νόμος για το μόνο μουσείο που είναι ήδη ΝΠΔΔ, δηλαδή το Μουσείο Ακρόπολης, που με τον νόμο 3711/2008 ιδρύθηκε ακριβώς ως ΝΠΔΔ. Πρώτον, 7 από τα 9 μέλη του ΔΣ διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6.1 από τον εκάστοτε Υπουργό Πολιτισμού μεταξύ προσωπικοτήτων εγνωσμένου κύρους και τα άλλα δύο είναι επίσης διορισμένα από τον Υπουργό (ο προϊστάμενος της Α΄ Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και ένα μέλος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης). Αντίθετα, στο εξωτερικό είναι συνήθης πρακτική το πρώτο ΔΣ ενός νέου οργανισμού να διορίζεται με κάποιο τρόπο, αλλά να υπάρχει αυτονόμηση όταν στη συνέχεια το ΔΣ ανανεώνεται με δικές του εσωτερικές διαδικασίες.

Ποιες είναι οι αρμοδιότητες του διορισμένου ΔΣ; Αυτές ορίζονται στο Άρθρο 8: «Το ΔΣ είναι αρμόδιο για τη υλοποίηση της πολιτικής του Μουσείου, στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, του οργανισμού του και της πολιτικής που χαράσσεται από το Υπουργείο Πολιτισμού». Η αυτονομία του ΝΠΔΔ τελειώνει εκεί που αρχίζει η εφαρμογή της πολιτικής του Υπουργείου – μια διατύπωση αρκετά ευέλικτη για να επιτρέπει κάθε είδους επεμβάσεις του Υπουργείου. Το ΔΣ δεν είναι ούτε καν αρμόδιο για τον διορισμό του προϊστάμενου της Γενικής Διεύθυνσης, που προΐσταται των υπηρεσιών του Μουσείου, και ο οποίος σύμφωνα με το άρθρα 9.2 και 3 διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Οι θιασώτες του νομοσχεδίου αν είχαν μπει στον κόπο να διαβάσουν και το άρθρο 4 του νόμου 3711, θα βίωναν μια απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα. Στο άρθρο 4.3 διαβάζουμε: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού μπορεί να καθορίζεται ποσοστό επί των εσόδων του Μουσείου υπέρ του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων». Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι αν ακολουθηθεί το μοντέλο – το μόνο γνωστό – του Μουσείου Ακρόπολης, τα 5 προνομιούχα μουσεία θα έχουν περιορισμένη αυτονομία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για πολλά ζητήματα ένα ΝΠΔΔ έχει αρκετή αυτονομία, αλλά είναι αυτονομία αλά ελληνικά, που δεν περιορίζει τις δυνατότητες του ΥπΠο όχι μόνο να επηρεάζει την πολιτική του μουσείου αλλά και να δεσμεύει τους πόρους του.

Πέρα από το γεγονός ότι τα δήθεν πλεονεκτήματα του ΝΠΔΔ δεν υπάρχουν και το ότι αλλαγή στο καθεστώς 5 μουσείων δεν θα είναι η μαγική λέξη «σουσάμι άνοιξε» που θα ανοίξει στα μουσεία την πρόσβαση σε κρυμμένους θησαυρούς, υπάρχουν πολύ απτά μειονεκτήματα. Η ευεργεσία ενίοτε συνεπάγεται ένα τίμημα, δηλαδή την επιρροή που ενδέχεται να ασκήσει ο χορηγός στην πολιτική του μουσείου· αυτό μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ένα μουσείο στηριγμένο σε ιδιωτικές συλλογές χωρίς σύνδεση με την ιστορία και την παράδοση μιας χώρας – όπως το Ashmolean Museum στην Οξφόρδη, το Βρετανικό Μουσείο ή το Μουσείο Miho στην Ιαπωνία – αλλά σε μια χώρα, της οποίας η ταυτότητα και αυτοπροβολή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό όχι γενικά και αόριστα στην πολιτιστική κληρονομιά, αλλά πολύ συγκεκριμένα στα αρχαία μνημεία, ιδιωτικές παρεμβάσεις στο δημόσιο μουσείο ενέχουν κινδύνους.

Ο Μακρυγιάννης αφηγείται πώς όταν κάποιοι στρατιώτες ήθελαν να πουλήσουν «δύο αγάλματα περίφημα», τους απέτρεψε με μια φράση που έμεινε παροιμιώδης: «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». Για τον Μακρυγιάννη το «δι᾿ αυτά πολεμήσαμεν» αναφέρεται αποκλειστικά στην κλασσική αρχαιότητα. Όμως ο αυτοπροσδιορισμός ενός έθνους συνεχώς μεταβάλλεται. Σήμερα κατανοούμε όλο και περισσότεροι και όλο και περισσότερο ότι κληρονομιά μας δεν είναι μόνο τα περίφημα αγάλματα, αλλά και οι ρωμαϊκές καμάρες, οι φράγκικοι πύργοι, τα βενετσιάνικα κάστρα, τα οθωμανικά λουτρά και τα ιουδαϊκά νεκροταφεία. Στην κατανόηση αυτή, που αποτελεί κομμάτι του δημοσίου διαλόγου μιας κοινωνίας και των πολιτών της, σημαντικό ρόλο παίζουν και τα μουσεία, δημόσια και ιδιωτικά. Είναι κατά την άποψή μου αθέμιτο ιδιώτες με οικονομική επιφάνεια, που ούτως ή άλλως έχουν τη δυνατότητα (και δεν τους το απαγορεύει κανένας νόμος) να ασκούν επιρροή στα πολιτιστικά πράγματα, να χρησιμοποιήσουν εκτός των άλλων και το δημόσιο μουσείο για την προώθηση των δικών τους οραμάτων, ιδεών ή ιδεοληψιών. Δεν ανήκει π.χ. εντελώς στη σφαίρα της φαντασίας το ενδεχόμενο να θεωρήσει κάποιος μεγαλοχορηγός ότι η μετακλασσική εποχή (εκείνη την οποία κυρίως μελετώ ως ιστορικός) δεν αποτελεί άξιο λόγου, μνήμης και προβολής κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και να υποβαθμίσει την παρουσία της στα χρηματοδοτούμενα μουσεία. Μάλιστα πριν από λίγα χρόνια ένα ίδρυμα αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει έκθεση αρχαιοτήτων των Θηβών με το επιχείρημα ότι οι Θηβαίοι εμήδισαν – άλλο ζήτημα αν και οι Δελφοί εμήδισαν και οι Αθηναίοι είναι οι πρώτοι που υποσχέθηκαν στους Πέρσες γην και ύδωρ το 507 π.Χ. Για αυτό πιστεύω ότι η βασική χρηματοδότηση των δημοσίων μουσείων πρέπει να αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση της πολιτείας και οι χορηγίες και δωρεές να περιορίζονται σε επικουρικά έργα ή προσωρινές εκθέσεις.

Μια πρόσθετη, καθόλου αμελητέα και αναπόφευκτη συνέπεια της ύπαρξης που θα έχει η ιδιαίτερη μεταχείριση 5 μουσείων είναι η δημιουργία μουσείων δύο ταχυτήτων. Ας δούμε πάλι τον νόμο 3711/2008 για το Μουσείο Ακρόπολης. Ως πόροι του ορίζονται πρόσοδοι από το αντίτιμο του εισιτηρίου, πρόσοδοι από εκθέσεις, εκδηλώσεις, διάφορες δραστηριότητες και πωλήσεις, διεθνείς, κοινοτικές και εθνικές επιχορηγήσεις, δωρεές, χορηγίες και κάθε είδους τακτικές ή έκτακτες εισφορές, έσοδα από τη διαχείριση δικαιωμάτων του Μουσείου, που αφορούν τα εκθέματά του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και, το κρίσιμο για το θέμα μας, «επιχορηγήσεις για τις λειτουργικές ανάγκες του Μουσείου από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Πολιτισμού». Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι το ΥπΠο έχει επαρκή προϋπολογισμό. Αναπόφευκτα, τα ποσά που θα διατίθενται από αυτόν τον ούτως ή άλλως περιορισμένο προϋπολογισμό για τις ανάγκες των προνομιούχων μουσείων θα τα στερούνται τα άλλα μουσεία, κυρίως τα επαρχιακά μουσεία, που στην πλειοψηφία τους έχουν κάνει τις τελευταίες δεκαετίες, κάτω από δύσκολες συνθήκες, εξαιρετική δουλειά στην επανέκθεση και διδακτική παρουσίαση των εκθεμάτων τους (π.χ. τα Μουσεία Θάσου, Λήμνου, Μυτιλήνης και ΕΙΚ Θηβών).
Όλοι αυτοί λόγοι με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του υπουργείου να αλλάξει το καθεστώς πέντε μουσείων δεν θα τα οδηγήσει στην οικονομική ανεξαρτησία που κάποιοι ονειρεύονται, αλλά στον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση χορηγιών κάτω από δύσκολες συνθήκες, και στην Ελλάδα και διεθνώς. Το Μουσείο Ακρόπολης μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες μισθοδοσίας από τα έσοδά του, αλλά αυτό είναι αδύνατο για άλλα μουσεία (με εξαίρεση ίσως το Μουσείο Ηρακλείου). Και φυσικά σε απρόβλεπτες καταστάσεις, η αυτάρκεια των μουσείων είναι ανέφικτη. Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, μουσείο με υψηλό εισιτήριο, μεγάλη επισκεψιμότητα και πρόσβαση στους πλουσιότερους χορηγούς στον κόσμο, έχει έλλειμμα 150 εκατ. δολαρίων και σχεδιάζει την πώληση μέρους των συλλογών του. Βέβαια κάτι τέτοιο το εμποδίζει η ελληνική νομοθεσία, αλλά δεν εμποδίζει π.χ. την αύξηση του εισιτηρίου.

Ο προβληματισμός που εξέθεσα με οδηγεί στη διαπίστωση ότι το προετοιμαζόμενο νομοσχέδιο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, θα δημιουργήσει νέα και, το κυριότερο, θα διαιωνίσει μια πολιτική αποσπασματικής και βιαστικής αντιμετώπισης ενός πλέγματος συνδεδεμένων θεμάτων. Η διαχείριση των μουσείων είναι ένα μόνο σκέλος του πλέγματος, που περιλαμβάνει την αρχαιολογική εκπαίδευση, τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τη μελέτη και συντήρηση των αρχαιοτήτων, τη μουσειολογία και την ξενάγηση.

Τα μουσεία, όλα τα μουσεία, όχι μόνο 5, αλλά και οι εφορείες αρχαιοτήτων χρειάζονται ευελιξία σε διοικητικά θέματα, χρειάζονται μορφές διαχείρισης και που προσιδιάζουν σε αυτό που είναι πρώτιστα, δηλαδή επιστημονικοί οργανισμοί.  Διαφάνεια και καλή διαχείριση μπορεί να υπάρξει και χωρίς τον ασφυκτικό και γραφειοκρατικό έλεγχο του υπουργείου. Το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλισθεί αρκετή αυτονομία όχι μόνο στα μουσεία, αλλά και τις Εφορείες, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος αυθαιρεσιών και κακοδιαχείρισης. Είναι ένα ζήτημα που απαιτεί συνολική αντιμετώπιση της λειτουργίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ιδιότυπος οργανισμός που συνδυάζει διοικητικές/διαχειριστικές και επιστημονικές δραστηριότητες. Η υποστελέχωση που τη μαστίζει επί χρόνια έχει ως αποτέλεσμα οι διοικητικές δραστηριότητες να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος, σε βάρος των επιστημονικών. Από την άλλη πλευρά, ως επιστημονικός οργανισμός, η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν ακολουθεί στις προσλήψεις και τις προαγωγές του επιστημονικού της προσωπικού τις διαδικασίες που ακολουθούν άλλοι επιστημονικοί οργανισμοί, όπως πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Έχουν γίνει λίγοι διαγωνισμοί για την πρόσληψη προσωπικού· σήμερα οι αρχαιολόγοι της υπηρεσίας τους στην πλειοψηφία τους έχουν προσληφθεί με συμβάσεις που με το πέρασμα του χρόνου έγινα αορίστου χρόνου και οδήγησαν στη μονιμότητα· ανάγκες πρόσληψης ειδικευμένου προσωπικού δεν αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά· και αντίθετα από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, όπου προαγωγές και προσλήψεις γίνονται και από εκλεκτορικά σώματα με τη συμμετοχή και εξωτερικών μελών, αυτά τα θέματα το Υπουργείο Πολιτισμού τα αντιμετωπίζει με εσωτερικές διαδικασίες. Το κρίσιμο θέμα των μεταθέσεων αντιμετωπίζεται με διαδικασίες που μοιάζουν περισσότερο με τις μεταθέσεις στις ένοπλες δυνάμεις, παρά με διαδικασίες που υπαγορεύονται από τις επιστημονικές ανάγκες ενός επιστημονικού οργανισμού. Το ότι σήμερα η Αρχαιολογική Υπηρεσία διαθέτει προσωπικό με άρτια επιστημονική κατάρτιση, αφοσιωμένο και ενημερωμένο είναι προϊόν ευτυχών συμπτώσεων και όχι δομών και διαδικασιών. Ξέρω ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, αρχαιολόγοι της υπηρεσίας θα προτιμούσαν να μην γίνουν δραματικές αλλαγές στο σύστημα στελέχωσης, αξιολόγησης, προαγωγής και μεταθέσεων, και δεν θα επεκταθώ σε αυτό το λεπτό και πολύπλοκο ζήτημα που χρειάζεται προσεκτική και νηφάλια συζήτηση, εντελώς ανοικτή ως προς το αποτέλεσμά της. Δεν κρύβω ότι θεωρώ άξιο διερεύνησης ένα μοντέλο αποκεντρωμένης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, εντελώς διαφορετικό από τις σημερινές συγκεντρωτικές δομές. Εδώ θα περιορισθώ μόνο στη γνώμη ότι τουλάχιστον στην περίπτωση των μουσείων – αν όχι και των Εφορειών – η ύπαρξη εξωτερικών συμβουλίων μπορεί να είναι χρήσιμη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα συμβούλια θα συμβουλεύουν και δεν θα διοικούν. Και από μόνη της συμμετοχή ειδικών επιστημόνων, πολιτιστικών παραγόντων, μελών της τοπικής αυτοδιοίκησης, που κρίνουν, χωρίς να ελέγχουν, και δίνουν ιδέες, χωρίς να αποφασίζουν, μπορεί να συμβάλει στην εξωστρέφεια και την διαρκή προσαρμογή των μουσείων στα δεδομένα της επιστήμης και τις ανάγκες της κοινωνίας.

Αφού μίλησα για τις φαντασιώσεις που κυκλοφορούν σχετικά με το δημόσιο μουσείο και την ανάγκη μιας ολιστικής αντιμετώπισης των ζητημάτων της αρχαιολογικής έρευνας, θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με κάποιες ιδέες για τις προοπτικές που διακρίνω.

Πρώτον, χρειάζεται να αναπτυχθούν και άλλο οι σπουδές μουσειολογίας και δεν αναφέρομαι σε προπτυχιακές σπουδές, όπως στο υπό κατάργηση Τμήμα Μουσειολογίας του Παν. Πατρών στον Πύργο, που δημιουργήθηκε το 2019 χωρίς το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό, δέχθηκε 190 φοιτητές με άριστη βαθμολογία το 12, και έχει φοιτητές που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν αυτό το τμήμα στις τελευταίες τους προτιμήσεις. Τη στιγμή που όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα Αρχαιολογίας δεν έχουν αρκετό προσωπικό για όλο το εύρος των γνωστικών αντικειμένων, είναι αδιανόητο να ιδρύονται τμήματα στη βάση του ότι όσοι γίνουν δεκτοί δεν θα σπουδάσουν, όσοι σπουδάσουν δεν θα πάρουν ποτέ πτυχίο και όσοι πάρουν πτυχία δεν πρόκειται να βρουν ποτέ δουλειά. Αναφέρομαι στην ανάγκη να ενισχυθούν και άλλο οι μεταπτυχιακές σπουδές σε αυτό το αντικείμενο, όπως με το δι-ιδρυματικό πρόγραμμα σπουδών των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Θράκης. Στιβαρές και θεματικά ευρείες σπουδές μουσειολογίας θα συμβάλουν στις προσπάθειες των μουσείων, κυρίως των μικρών, να ζωντανέψουν τα εκθέματα, να τα σκηνοθετήσουν (π.χ. το θεατρικό δρώμενο «Πόλεμος βίαιος διδάσκαλος» στο Επιγραφικό Μουσείο το 2017). Η σημασία τα εκθέματα να είναι κομμάτι μιας αφήγησης και οι δυνατότητες να γίνουν αντικείμενο σκηνοθεσίας με απασχόλησαν κατά την προετοιμασία της έκθεσης για το συναίσθημα στη Νέα Υόρκη, που συνεπιμελήθηκα με τους Νίκο Καλτσά και Γιάννη Μυλωνόπουλο. Δίνω τέσσερα παραδείγματα. Σε μια διαδρομή που οδηγούσε από τα απλά συναισθήματα του οίκοι στις βίαιες εκρήξεις συναισθήματος, το πρώτο αντικείμενο στην πρώτη προθήκη ήταν η παράσταση μιας γυναίκας που κατά το παιδί της, το τελευταίο αντικείμενο η παράσταση μιας γυναίκας που σκοτώνει το παιδί της. Το άγαλμα του Έρωτα ήταν τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο, που η πορεία του βέλους του να είναι προς την παράσταση του ερωτοκτυπημένου Δία που απαγάγει τον Γανυμήδη. Το άγαλμα του Πόθου, που για πρώτη φορά παρουσιάστηκε δίπλα στο άγαλμα του αδελφού του, του Έρωτα, δείχνει την αντίθεση ανάμεσα στις δύο προσωποποιήσεις. Και το εκφραστικό πρόσωπο του Πόθου είχε ως υπόβαθρο τα πρόσωπα του Αχιλλέα και της Πενθεσίλειας. Είναι ανεξάντλητες – και σχετικά ανέξοδες – οι δυνατότητες να οργανώσει κανείς διαδρομές και αφηγήσεις χωρίς να αλλάξει τη θέση προθηκών, απλώς οδηγώντας τα βήματα του επισκέπτη από το ένα έκθεμα στο άλλο. Οι νέες τεχνολογίες (με ολογράμματα, τρισδιάστατη εκτύπωση κλπ.) δίνουν νέες δυνατότητες να εμπλουτίζεται μια έκθεση, με συνεργασίες, με εκθέματα που δεν είναι φυσικώς παρόντα.

Δεύτερον, θεωρώ απαραίτητη τη στενή σύνδεση Μουσείων και Τμημάτων Ιστορίας Αρχαιολογίας, αν και γνωρίζω ότι υπάρχουν δυσκολίες (ζητήματα φυλάκων, ασφάλισης κλπ.). Υπάρχουν δυνατότητες συνεργασίας στην οργάνωση θερινών μαθημάτων – όπως αυτό που σχεδιάζεται σε συνεργασία με το Επιγραφικό Μουσείο και τις ξένες αρχαιολογικές σχολές –, σεμιναρίων εξειδίκευσης, εργαστηρίων κλπ. με στόχο και την καλύτερη κατάρτιση των φοιτητών αλλά και την καταγραφή και μελέτη του τεράστιου ανεκμετάλλευτου υλικού, ιδίως από σωστικές ανασκαφές.

Τρίτον, θα πρέπει να ενισχυθεί η εξαιρετική δουλειά των μουσείων στην οργάνωση θεματικών εκθέσεων. Εκτός από το ότι οι θεματικές εκθέσεις είναι λόγος για τον ενδιαφερόμενο επισκέπτη να επισκεφθεί το γνώριμό του μουσείο ξανά και ξανά, είναι λόγος για τη δημιουργία Σωματείων Φίλων του μουσείου και για την ανάδειξη τοπικών μουσείων σε παραγόντων της τοπικής πολιτιστικής ζωής, είναι και οι εκθέσεις που κάνουν γνωστά νεότερα ευρήματα (π.χ. έκθεση για το μαντείο της Δωδώνης), δείχνουν στο κοινό σύγχρονη επιστημονική θεματολογία (π.χ. έκθεση για τα συναισθήματα, έκθεση Vanity), προβάλουν την επικαιρότητα της αρχαιότητας (π.χ. έκθεση για τον Πικάσο και την αρχαιότητα), αναδεικνύουν παραμελημένα θέματα (π.χ. έκθεση για τον Αδριανό και την Αθήνα), συμμετέχουν σε επίκαιρα θέματα (π.χ. έκθεση για το Ψήφισμα του Θεμιστοκλή) και συνδέουν την αρχαιότητα οδηγούν με επίκαιρο προβληματισμό.

Τέλος, το δημόσιο μουσείο μπορεί να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες αν συνδεθεί με τις σημαντικότερες δημογραφικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, και θα αντιμετωπίζει πολύ περισσότερο στα επόμενα χρόνια: πρώτον, όλο και θα μεγαλώνει το ποσοστό εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους Έλληνα ή είναι περήφανοι για τις ελληνικές τους ρίζες χωρίς να ζουν στην Ελλάδα· δεύτερον, θα αυξάνεται ο αριθμός των μεταναστών και προσφύγων που θα επιδιώκουν κοινωνική και πολιτιστική ένταξη στη χώρα μας – σε πείσμα όλων των παραγόντων που προωθούν την γκετοποίηση· τρίτον, θα αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων της τρίτης και τέταρτης ηλικίας. Το δημόσιο μουσείο μπορεί να παίξει σημαντικό μορφωτικό και ψυχαγωγικό ρόλο και στις τρεις κατηγορίες: ομογενείς, παιδιά μεταναστών και τρίτη ηλικία. Χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες μπορεί να πάει στους ανθρώπους που δεν μπορούν να πάνε στο μουσείο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ομογενείς και τους μετανάστες, μπορούν να εξασφαλισθούν και πόροι, από την ομογένεια, τη Υψηλή Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες και την Ε.Ε. Καινοτόμες πρωτοβουλίες για την τρίτη ηλικία, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη επίσης μπορούν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Θα τελειώσω την ομιλία μου με ένα παράδειγμα, για το πως η νέα τεχνολογία επέτρεψε τον καιρό της πανδημία στους έγκλειστους σε οίκο φιλοξενίας ηλικιωμένων να ταξιδέψουν στη Θεσσαλονίκη και στη Ρόδο. Είναι από την ταινία «Μέσα από το τζάμι» του Χρήστου Μπάρμπα, που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την Παρασκευή και της οποίας τυχαίνει να είμαι συμπαραγωγός. Οι αντιδράσεις των ηλικιωμένων δεν χρειάζονται σχόλια.
 
Βίντεο: https://www.blod.gr/lectures/to-dimosio-mouseio-stin-ellada-fantasioseis-kai-prooptikes/