ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ

Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, 6937075765, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr

 

Αθήνα, 12/3/2015

Αρ. Πρωτ.: 167

 

ΠΡΟΣ

Όλα τα μέλη του ΣΕΑ

 

 

Ανάκληση εγκυκλίου της ΓΔΑΠΚ περί «διαχείρισης αρχαιολογικού υλικού που διοχετεύεται στα ΜΜΕ»

 

Συναδέλφισσες-οι,

 

Τον περασμένο Δεκέμβριο έφτασε στις Υπηρεσίες εγκύκλιος της ΓΔΑΠΚ σχετική με τη δημοσιοποίηση αρχαιολογικού υλικού στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ. Ο Σύλλογος αντέδρασε αμέσως στο περιεχόμενο της εγκυκλίου, με την υπ' αρ. πρωτ. 548/17.12.2014 ανακοίνωσή του, με την οποία ζητούσε την άμεση απόσυρση της εγκυκλίου. Το ΔΣ εξέθεσε επίσης στην Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς τα νομικά και ουσιαστικά επιχειρήματα που καθιστούσαν το περιεχόμενο της εγκυκλίου άκυρο και απαράδεκτο και ζήτησε να γίνει ευρύς διάλογος ο οποίος θα καταλήξει σε έναν Κώδικα Δεοντολογίας για το θέμα.

 

Η Γενική Διευθύντρια απέσυρε χθες (11/3/15) την εγκύκλιο με ηλεκτρονικό μύνημα που στάλθηκε στις Υπηρεσίες.

Εκτιμούμε έτσι ότι έκλεισε ένα σοβαρό θέμα που σχετίζεται με τη δημοκρατία εντός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Σας αποστέλλουμε τα νομικά επιχειρήματα του Συλλόγου, που τεκμηριώνουν την ελευθερία του λόγου των δημοσίων υπαλλήλων και την επιστημονική ελευθερία, και ως εκ τούτου έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον και μπορεί να αποτελέσουν μια βάση νομικού πλαισίου για τη διαμόρφωση ενός Κώδικα Δεοντολογίας. Συγκεκριμένα:

 

Η υπ' αρ. πρωτ. 317099/182394/18-12-2014 εγκύκλιος της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με θέμα “Ενημέρωση σχετικά με την ορθή διαχείριση υλικού που διοχετεύεται στα Μ.Μ.Ε.” απευθυνόταν σε Διευθύνσεις του Υπουργείου και, κατ' επέκταση, στους υπαλλήλους.

 

Η εγκύκλιος έθετε ως προϋπόθεση της δημοσιοποίησης “αρχαιολογικού υλικού” σε μέσα ενημέρωσης ή στο διαδίκτυο την υποβολή ενημέρωσης της Γ.Δ. Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ή της Γ.Γ. του Υπουργείου, προκειμένου να χορηγηθεί σχετική έγκριση ή μη. Εξ ορισμού μάλιστα απέκλειε, χωρίς επιφύλαξη, την κοινοποίηση του εν λόγω “υλικού” σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με ρητή αναφορά στις υπηρεσίες “facebook”, “twitter” και “blogs”.

 

Πρώτον, υπογραμμίζουμε ότι στην εγκύκλιο δεν αναφερόταν εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου και, ως εκ της νομικής φύσης της ως εγκύκλιος, δεν είναι δυνατόν να θέτει νέους δεσμευτικούς κανόνες. Αντίθετα, η οποιαδήποτε αντίστοιχη εγκύκλιος θα πρέπει να ερείδεται και να ερμηνεύει υφιστάμενες νομοθετικές διατάξεις, υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, της επιστημονικής ελευθερίας, της ελευθερίας της έρευνας, καθώς και του δημοσίου συμφέροντος. Επίσης, η εγκύκλιος δεν είχε αναρτηθεί στο “Πρόγραμμα Διαύγεια” κατά το άρθρο 2 παρ. 4 (ε) του Ν.3861/2010.

 

Δεύτερον, επισημαίνουμε ότι ο όρος “αρχαιολογικό υλικό” είναι παντελώς αόριστος, ευρύς, γενικευτικός και από την χρήση του ελλοχεύει ο κίνδυνος παρερμηνειών, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτόν τον όρο εκφράσεις απόψεων, γνώμες ή την άσκηση κριτικής από υπαλλήλους με διαδικτυακές αναρτήσεις τους σε αμιγώς προσωπικούς λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η ελευθερία της έκφρασης των υπαλλήλων του Δημοσίου κατοχυρώνεται ειδικώς και από το άρθρο 45 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. Κατά το άρθρο 26 του ίδιου Κώδικα, η εχεμύθεια αφορά “θέματα που χαρακτηρίζονται απόρρητα από τις κείμενες διατάξεις”. Ως προς την ελευθερία των υπαλλήλων για την διατύπωση εκφράσεων και απόψεών τους σε προσωπικούς λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης, υπενθυμίζουμε την απόφαση 3/10.7.2013 του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Γ.Γ. Πολιτισμού του Υπουργείου, με την οποία απαλλάχθηκε υπάλληλος εποπτευόμενου φορέα του ΥΠ.ΠΟ. για την δίωξη περί όσων είχε αναφέρει στην προσωπική της σελίδα στο facebook σχετικά με την υπηρεσία της.

 

Τρίτον, η ασάφεια και γενική διατύπωση της εγκυκλίου έθετε ανεπίτρεπτους περιορισμούς στην επιστημονική ελευθερία, την ελευθερία της έρευνας καθώς και την ελευθερία της έκφρασης ως προς την διατύπωση γνώμης επί επιστημονικών ζητημάτων, τα οποία είναι ανεξάρτητα από τα υπηρεσιακά ζητήματα, καθώς δεν έχουν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων των αρχαιολόγων και λοιπών επιστημόνων που υπηρετούν ως δημόσιοι υπάλληλοι και, ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό ή άλλο έλεγχο ή καθεστώς προηγούμενης αδειοδότησης από προϊστάμενη αρχή. Καθώς η εγκύκλιος δεν διακρίνει ειδικώς την μεταχείριση τέτοιου περιεχομένου που μπορεί να δημοσιοποιηθεί νομίμως από επιστήμονες που υπηρετούν στο Υπουργείο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι και τέτοιες δημοσιεύσεις ή παρουσιάσεις αποτελεσμάτων ή άλλων επιστημονικών απόψεων σε συνέδρια κ.τ.λ., στα οποία μπορεί να υπάρχει και δημοσιογραφική κάλυψη, εμπίπτουν στο καθεστώς προηγούμενης έγκρισης από την Υπηρεσία. Υπενθυμίζουμε ότι , σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν.3028/2002 (ΦΕΚ Α' 153/28.6.2002, Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς), οι διευθύνοντες συστηματικές ανασκαφές ή άλλης μορφής αρχαιολογική έρευνα και οι διενεργούντες σωστικές ανασκαφές έχουν υποχρέωση να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των ερευνών, εντός χρονικών ορίων που καθορίζονται από το ίδιο άρθρο, πλαίσιο στο οποίο έχουν και το “αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης”. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας του δικαιώματος εκτοπίζει απολύτως κάθε υπαγωγή του δικαιώματος αυτού σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης από την Υπηρεσία, με την επιφύλαξη των υπουργικών αποφάσεων που καθορίζουν προϋποθέσεις παρουσίασης στα μέσα ενημέρωσης.

 

Τέταρτον, η προβολή μέσω δελτίων τύπου περί των εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και άλλων εκδηλώσεων που έχουν ήδη εγκριθεί αρμοδίως από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, αποτελεί αρμοδιότητα του εκάστοτε προϊσταμένου, ενώ η υπαγωγή στο καθεστώς της προηγούμενης έγκρισης από την Γενική Διεύθυνση θα επιβάλλει μία επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία, καθιστώντας δυσλειτουργικές τις ελάχιστες δυνατότητες προβολής των Μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, που αποτελεί ζωτική ανάγκη για την επαφή τους με το κοινό.

 

Πέμπτον, τονίζουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει δημοσιεύσει κατ΄ επανάληψη καταδικαστικές αποφάσεις για την λήψη πειθαρχικών μέτρων που στόχευαν την φίμωση των δημοσίων υπαλλήλων και παραβίασαν την ελευθερία της έκφρασής τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε την αποφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (Kudeshkina κατά Ρωσίας), στην οποία κρίθηκε (σκέψη 85) ότι “το Άρθρο 10 [της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου] εφαρμόζεται επίσης στον χώρο της εργασίας και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως η προσφεύγουσα, απολαμβάνουν επίσης το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Εκθέσεις 1998-VI; Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000; και Guja κατά Μολδαβίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, 12 Φεβρουαρίου 2008). Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει επίγνωση του ότι οι εργαζόμενοι υπέχουν καθήκον πίστης, εγκράτειας και διακριτικής συμπεριφοράς απέναντι στον εργοδότη τους. Αυτό ισχύει και για τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς η ίδια η φύση της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλει τη δέσμευση του δημοσίου υπαλλήλου με το καθήκον της πίστης και της διάκρισης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Ahmed και άλλοι, ό.π., § 55; και De Diego Nafría κατά Ισπανίας, αρ. 46833/99, § 37, 14 Μαρτίου 2002). Η εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων διάδοση πληροφοριών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της εργασίας τους, ακόμη και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως του καθήκοντός τους και της πίστης και διάκρισης (βλ. Guja, ό.π., §§ 72-78).”

 

Έκτον, είναι δεδομένο ότι τυχόν έλεγχος των ηλεκτρονικών υπολογιστών των εργαζομένων, για την διακρίβωση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων, περιορίζεται έντονα από την νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, όπως έχει ερμηνευθεί και με την Οδηγία 115/2001 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και με την απόφαση της 3.4.2007 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Copland κατά Η.Β.), με την οποία καταδικάστηκε το Ηνωμένο Βασίλειο για την παρακολούθηση των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από υπηρεσιακό υπολογιστή δημοσίου υπαλλήλου, λογω έλλειψης νομικής βάσης, γεγονός που κρίθηκε ότι συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της υπαλλήλου.

 

Για τους παραπάνω λόγους ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έκρινε ότι η ανωτέρω εγκύκλιος παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ως προς την συμβατότητά της με το συνταγματικό και ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, μετάδοσης και λήψης πληροφοριών και συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας, στο δικαίωμα της επιστημονικής ελευθερίας και της ελευθερίας της έρευνας (άρθρα 5Α, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1 Συντάγματος, άρθρα 10 και 8 ΕΣΔΑ, άρθρο 19 ΔΣΑΠΔ), καθώς και προς τα άρθρα 26 και 45 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.

 

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έχει καλέσει την ΓΔΑΠΚ καθώς και την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου να κινήσουν την διαδικασία ευρείας διαβούλευσης για την κατάρτιση σχετικού Κώδικα Δεοντολογίας στο πλαίσιο της οποίας θα κληθούν όλοι οι θεσμικοί φορείς και οι εργαζόμενοι να συνδιαμορφώσουν το πλαίσιο αρχών της.

 

 

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ