Με αφορμή την νέα σύνθεση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου η οποία ανακοινώθηκε από το ΥΠΠΟ, ο Σ.Ε.Α. επαναφέρει το αίτημα για θεσμική θωράκιση του κορυφαίου συλλογικού οργάνου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η διασφάλιση και η προάσπιση της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου από πολιτικές παρεμβάσεις και κυρίως ο σεβασμός στην γνώμη των ειδικών επιστημόνων στα ζητήματα της προστασίας της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς είναι θέματα που θα αναδείξει ο Σ.Ε.Α. με στόχο την προστασία του θεσμού, ο οποίος όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια γίνεται αντικείμενο κριτικής και αμφισβήτησης για τις γνωμοδοτήσεις του σε ζητήματα προστασίας της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς.
Η προϊούσα υποβάθμιση του θεσμικού ρόλου του ΚΑΣ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και η συνεπακόλουθη αμφισβήτησή του, αποτελούν ένα ιστορικό φαινόμενο που εντάσσεται στις εξελίξεις για τον ρόλο του κράτους αλλά και στις συλλογικές νοοτροπίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Η υπονόμευση του κύρους του ΚΑΣ αποτέλεσε παράμετρο της γενικότερης τάσης απαξίωσης του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας άλλωστε συνιστά αναπόσπαστο τμήμα. Η καίρια τομή στην λειτουργία του θεσμού ήταν ασφαλώς η κατάργηση του αποφασιστικού χαρακτήρα του Συμβουλίου και η μετατροπή του σε γνωμοδοτικό όργανο. Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμό η οποία εντασσόταν στην τάση του κράτους να χαλαρώσει το πλαίσιο προστασίας των μνημείων κατά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Με συντελεσμένη προ πολλού την εθνοποιητική διαδικασία και την εδαφική επικράτεια, ο βασικός πυλώνας συγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και της πορείας του στον χώρο και στο χρόνο που ήταν η αρχαιολογική κληρονομιά, παύει να αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για το νεοελληνικό κράτος. Συγχρόνως, άλλες ανάγκες και προτεραιότητες αναδύονται στην ελληνική κοινωνία. Ως πρότυπο προβάλλεται ο καταναλωτισμός και ως στόχος η ταχεία οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, το κεντρικό συλλογικό όργανο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν πρέπει να είναι πλέον ένα παντοδύναμο συμβούλιο αυθεντιών της επιστήμης της αρχαιολογίας, αλλά ένα όργανο, που θα «λαμβάνει υπ΄ όψιν τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας». Η αντίληψη αυτή εκφράστηκε με την ευθεία εμπλοκή της πολιτικής ηγεσίας μέσα σε ένα ανεξάρτητο, έως τότε, επιστημονικό συλλογικό όργανο, αφού πλέον ορίστηκε να είναι πρόεδρος του ΚΑΣ ο εκάστοτε γενικός γραμματέας του ΥΠΠΟ. Έκτοτε, η προστασία των αρχαιοτήτων αναδεικνύεται σε διακύβευμα μεταξύ επιστημόνων και πολιτικών. Στο Συμβούλιο τα μέλη του διορίζονται από την πολιτική ηγεσία, η οποία μετέχοντας συγχρόνως η ίδια σε αυτό, δύναται να επηρεάζει τις γνωμοδοτήσεις ασκώντας πιέσεις και, εφ’ όσον αυτές δεν ευοδωθούν, η γνωμοδότηση να αλλάζει κατά την υπογραφή της απόφασης από τον υπουργό. Όμως, η θεμελιώδης αρχή της χρηστής και σύγχρονης διοικητικής επιστήμης ορίζει τον απόλυτο σεβασμό και την προτεραιότητα στην επιστημονική εξειδίκευση. Η υπονόμευση του επιστημονικού κεκτημένου ως προϋπόθεση για την κρίση ζητημάτων που απαιτούν υψηλή επιστημονική εξειδίκευση είναι επικίνδυνος λαϊκισμός.
Αυτές οι δομικές επεμβάσεις προκάλεσαν σημαντικά προβλήματα λειτουργίας στο ΚΑΣ, αφού το κατέστησαν δυνητικά ευεπίφορο σε πιέσεις και συμβιβασμούς. Η προσπάθεια αποδυνάμωσης του ΚΑΣ εντάσσεται αφ’ ενός στην επέλαση της αγοράς στο κράτος και στις λειτουργίες του και αφ’ ετέρου χρησιμοποιείται στοχευμένα για να αδυνατίσει το σύστημα προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος σε μια εποχή που η γη αποτιμάται μόνο σε χρήμα.
Ωστόσο, πολλές φορές η κριτική που ασκείται στο ΚΑΣ για ορισμένα ζητήματα είναι άδικη και υπερβολική και εκπορεύεται από συμφέροντα που δεν ικανοποιούνται από τις γνωμοδοτήσεις του.Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω βάλλουν κατά του κύρους του ανώτατου συλλογικού οργάνου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Όμως η αδέκαστη και αυστηρά προσηλωμένη στην μνημειακή προστασία πολιτική του ΚΑΣ είναι αυτονόητη προϋπόθεση για να μπορέσει να παίξει τον κρίσιμο ρόλο του στον τομέα της αρχαιολογικής κληρονομιάς. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε κανείς να καταθέσει πολλές προτάσεις για την βελτίωση της λειτουργίας του. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε ορισμένες:
- Πρόεδρος αντί του εκάστοτε Γενικού Γραμματέα, δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟ, να ορίζεται ανώτατος δικαστικός λειτουργός.
- Η Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται πρέπει να είναι σύμφωνη με τη οικεία γνωμοδότηση του ΚΑΣ. Σε αντίθετη περίπτωση το θέμα να αναπέμπεται στο Συμβούλιο με αιτιολογημένο σκεπτικό. Στην περίπτωση που το ΚΑΣ εμμείνει στην αρχική γνωμοδότηση, αυτή πρέπει να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την Απόφαση.
- Τα μέλη του ΚΑΣ να ορίζονται με τρόπο που να μην είναι δυνατός ο έλεγχος και η πίεση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας προς αυτά, ούτε να τίθεται το κύρος των απόψεών τους υπό αμφισβήτηση. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένας πίνακας επιστημόνων με βάση αυστηρά καθορισμένα προσόντα και από εκεί να προέρχονται τα μέλη του ΚΑΣ είτε με περιοδικότητα, είτε ακόμη και με κλήρωση.
- Να ενισχυθεί η ανοικτή δημόσια πληροφόρηση για τα θέματα που εξετάζει το Συμβούλιο και για τις γνωμοδοτήσεις του γι’ αυτά. Ο ρόλος των δημοσιογράφων που παρακολουθούν τις συνεδρίες και ενημερώνουν το κοινό είναι κρίσιμος, δεδομένου ότι η δημοσιότητα αφ’ ενός προφυλάσσει από τυχόν ανοίκειες πολιτικές παρεμβάσεις και αφ’ ετέρου μπορεί να διασκεδάσει την καχυποψία του πολίτη για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στον κρίσιμο τομέα της προστασίας των μνημείων της χώρας μας. Η ανοικτή πρόσβαση στα πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων αποτελεί μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα προς αυτή την κατεύθυνση.
- Να γίνει επεξεργασία και σχεδιασμός ολοκληρωμένων στρατηγικών προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, οι οποίες θα καθορίζουν ένα αυστηρό και συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο και θα εφαρμόζεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το ΚΑΣ. Το Συμβούλιο να χαράσσει αρχαιολογική πολιτική, να ασχολείται με εθνικής εμβέλειας θέματα και να μην αναλίσκεται σε υποθέσεις που μπορούν να επιλύονται περιφερειακά από τα τοπικά συμβούλια μνημείων ή τις Εφορείες Αρχαιοτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς είναι η διαμόρφωση νέων συλλογικών νοοτροπιών με την ανάδειξη της σημασίας των μνημείων για τον ίδιο τον πολίτη. Η προβολή δηλαδή των μνημείων και η εμπέδωση της αξίας τους ως φορέων θεσμικής και συλλογικής μνήμης, ως βασικών στοιχείων της παιδείας του πολίτη και ως κρίσιμων παραγόντων για την ποιότητα ζωής και την βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό είναι σχηματικά και το πλαίσιο το οποίο οφείλει να διαμορφώνει και να προασπίζει το κορυφαίο συλλογικό όργανο της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Για το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α.
Ο Πρόεδρος Δημήτρης Αθανασούλης |
Η Γενική Γραμματέας Άλκηστη Παπαδημητρίου |