Αθήνα, 08/10/2013

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ


 

ΥΠΟΜΝΗΜΑ


 


 

του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων


 


 

υπέρ του ενάγοντος

Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» (πρωτοβάθμιος Ο.Τ.Α.)


 


 

κατά

Του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού


 


 

ΠΡΟΣ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ των απόψεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού που περιέχονται στο με αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/Ε.Π2426/9/18.09.2013 έγγραφό του προς το δικαστήριό Σας, ΠΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗ του αιτήματος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για ανάκληση της από 23.07.2013 Προσωρινής Διαταγής του δικαστηρίου Σας περί αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΑΧΜΑΕ/10873/4953

/408/180/24-1-2013 και ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ της από 08.07.2013 αιτήσεως που άσκησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω Υπουργικής Αποφάσεως, επαγόμαστε όσα ακολουθούν:


 

  1. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αποτελεί τον επιστημονικό και συνδικαλιστικό φορέα των μόνιμων και αορίστου χρόνου αρχαιολόγων που εργάζονται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ. Στους καταστατικούς του σκοπούς περιλαμβάνονται: «η μέριμνα για τις αρχαιότητες, … η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, … η επανασύνδεση των τοπικών κοινωνιών με το ιστορικό τοπίο» (άρθρο 2). Ως έχων έννομο συμφέρον με βάση τους καταστατικούς του σκοπούς, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων παρεμβαίνει στο μείζον ζήτημα της προστασίας και διάσωσης του βυζαντινού αρχαιολογικού και αρχιτεκτονικού συνόλου ιδιαίτερης αξίας (βυζαντινός δρόμος, σταυροδρόμι και παρόδια κτίρια που αποτελούν μοναδική μαρτυρία για την ιστορία της κοσμικής Θεσσαλονίκης από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα μ.Χ.) που απειλείται με μετακίνηση και μη αναστρέψιμες βλάβες από την εφαρμογή της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης του αναπληρωτή Υπουργού ΠΑΙΘΠΑ, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, των διατάξεων του Ν. 3028/2002 και των Διεθνών Συμβάσεων Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.


 

  1. Η αρχαιολογική αξία του ευρήματος ως συνόλου μη δυνάμενου να μετακινηθεί: Οι ανασκαφές για την κατασκευή του Σταθμού του Μετρό στη συμβολή των σημερινών οδών Εγνατία και Βενιζέλου αποκάλυψαν τη συμβολή των δύο πιο σημαντικών οδικών και εμπορικών αξόνων της πόλης, με κτίρια που χρονολογούνται από τον 4ο έως και τον 9ο αι. μ.Χ. Στο σταυροδρόμι αυτό διατηρείται τμήμα της αρχαίας λεωφόρου, όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί το δρόμο αυτό, στρωμένο με πλάκες μαρμάρου, όπως και τα πλακοστρωμένα πεζοδρόμιά της, που καλύπτονταν από στοές στηριγμένες σε μαρμάρινες κολώνες. Το σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι της πόλης οριζόταν από ένα μνημειακό τετράπυλο, το οποίο αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή. Όλα αυτά τα μνημεία είναι φτιαγμένα στα χρόνια που η πόλη αποτέλεσε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα του τετράρχη Γαλέριου και στην οποία διέμεινε ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι να καταλήξει στη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Όπως έδειξε ή ανασκαφή, στα χρόνια του Ιουστινιανού και λίγο αργότερα, ο κεντρικός αυτός δρόμος συντηρήθηκε και πλακοστρώθηκε ξανά, μια πλατεία δημιουργήθηκε και μεγάλα δημόσια κτήρια κτίστηκαν. Στο σημείο εκείνο άνθιζε το εμπόριο και η βιοτεχνική παραγωγή για 16 αιώνες, σε ολόκληρη της βυζαντινή και οθωμανική περίοδο, ενώ δεξιά και αριστερά της λεωφόρου, εντοπίστηκαν σειρές από καταστήματα και βιοτεχνίες αποδεικνύοντας τη ζωντάνια και τη δυναμικότητα της Θεσσαλονίκης και επιβεβαιώνοντας όσα μέχρι σήμερα ήσαν γνωστά μόνο από ιστορικά κείμενα. (βλ. Δελτίο Τύπου ΣΕΑ με αρ.πρωτ. 21/25-1-2013).

Μετά την οθωμανική κατάκτηση στα 1430, οι Τούρκοι κράτησαν αυτό το σημείο σαν κέντρο της πόλης. Εδώ ίδρυσαν το πρώτο τους τζαμί, το Χαμζά Μπέη (Αλκαζάρ, 1467-68, μνημείο που σώζεται και επισκευάζεται για να καταστεί επισκέψιμο), και το Μπεντεστέν (1455-1459, σκεπαστή αγορά με πολύτιμα υφάσματα και μεταξωτά, όπως εξακολουθεί να είναι και σήμερα στην ίδια θέση).

Τα επιστημονικά δεδομένα που καθιστούν το εύρημα μοναδικό ως σύνολο είναι:

α. Η έλλειψη υλικών μαρτυριών για την κοσμική Θεσσαλονίκη της βυζαντινής εποχής, τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης έχουν ήδη πληρώσει υπέρογκο τίμημα μέχρι σήμερα: όλη σχεδόν η εντός των τειχών (intra muros) πόλη ανοικοδομήθηκε μεταπολεμικά, χωρίς να πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στα οικόπεδα των ιδιωτών (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφανιστούν τα κατάλοιπα αλλά και η ιστορική γνώση για τη σημαντικότερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η σημασία της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης καταδεικνύεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα σωζόμενα μνημεία αυτής της ιστορικής περιόδου της Θεσσαλονίκης έχουν ενταχθεί ως σύνολο στον διαρκή κατάλογο μνημείων της UNESCO (βλ. ηλεκτρονική σελίδα UNESCOhttp://whc.unesco.org/en/list/456/).

Η αδιαμφισβήτητη επιστημονική αξία του συγκεκριμένου ευρήματος υπογραμμίζεται από την ανταπόκριση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας στην έκκληση για τη διάσωση του μέσω ηλεκτρονικής συλλογής υπογραφών (βλ. Δελτίο Τύπου ΣΕΑ με αρ.πρωτ. 104/25-3-2013, όπου και οι υπογραφές).

β. Το εύρημα αποτελεί ένα μοναδικό αστικό τοπίο που, σε συνδυασμό με τα ιστάμενα μνημεία που το πλαισιώνουν, εικονογραφούν τη διαχρονία της πόλης. Τα ευρήματα του σταθμού αποτελούν ένα πολεοδομικό σύνολο των βυζαντινών χρόνων, ενώ ταυτόχρονα η σχέση τους με τα ορατά και ιστάμενα μνημεία Μπεζεστένι και Αλκαζάρ, αλλά και με τις σύγχρονες οδούς της πόλης (Εγνατία και Βενιζέλου), διαμορφώνουν μια μοναδική «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, μια μοναδική περίπτωση όπου διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως ένα σύνολο.

γΗ πολύ καλή κατάσταση διατήρησής των καταστρωμάτων των δρόμων, του αγωγού, του τετράπυλου, των κτισμάτων που περιβάλλουν τον δρόμο, όπως η πλακόστρωτη πλατεία, προσδίδουν στον αρχαιολογικό χώρο, εκτός από την επιστημονική αξία, ιδιαίτερη διδακτική αξία. Ο επισκέπτης αποκτά μια βιωματική σχέσημε το βυζαντινό παρελθόν, καθώς δύναται να περπατήσει πάνω στον βυζαντινό δρόμο, περιεργαζόμενος τα κτίρια που τον περιέβαλλαν.

δ. Λόγω της φύσης του, το αρχαιολογικό σύνολο κατατάσσεται στα «αμετακίνητα» με βάση τους ορισμούς των διεθνών συμβάσεων (λ.χ. Χάρτα της Βενετίας). Ένας αρχαίος δρόμος δεν μπορεί να καταστεί «έκθεμα»: αν μετακινηθεί σε άλλη θέση, χάνει την ιστορία του και τη θέση του ως δρόμου της πόλης, ως τοπόσημο. Η πλακόστρωτη λεωφόρος και η διασταύρωσή της με την αρχαιότερη χάραξη της σημερινής οδού Βενιζέλου, που κατέληγε στο λιμάνι, καθώς και τα κατάλοιπα των όμορων στους αρχαίους αυτούς δρόμους οικοδομημάτων αποτελούν ένα σύνολο που, με βάση τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι «αμετακίνητο» και γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να αναδειχθεί κατά χώραν.

Αντιθέτως, αν βρεθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του ΜΕΤΡΟ, θα αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη. Η αναζήτηση μιας αρχιτεκτονικής και τεχνικής λύσης για έναν υπόγειο σταθμό που, μαζί με την καθημερινή μετακίνηση των επιβατών, θα εξασφάλιζε και την περιήγησή τους στην ιστορία της πόλης, θα μπορούσε να αποτελέσει πρωτότυπο -σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- εγχείρημα συνύπαρξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης ζωής, αλλά και να καταστήσει την προσπάθεια αυτή σημείο κατατεθέν για τη συμπρωτεύουσα.


 

3. Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση του αναπληρωτή Υπουργού ΠΑΙΘΠΑ, που εκδόθηκε μετά από την με αρ.2/15.1.2013 συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, δεν έλαβε υπόψη όλα τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, όπως ορίζει ο νόμος, καθώς τα δεδομένα αυτά δεν ήταν διαθέσιμα κατά τη λήψη της απόφασης. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του Ν. 3028/2002, «η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του». Όμως, κατά τη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Ιανουάριος 2013) και τη συνεπακόλουθη έκδοση της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης, δεν είχαν διαμορφωθεί, ούτε παρουσιάστηκαν στη συζήτηση του ΚΑΣ, οι εναλλακτικές τεχνικές λύσεις συνύπαρξης του μνημειακού συνόλου και του σταθμού του ΜΕΤΡΟ: Δεν παρουσιάστηκαν ούτε οι λύσεις απόσπασης και επανατοποθέτησης, που παρουσιάστηκαν τον Μάρτιο 2013 από τεχνικούς επιστήμονες του ΤΕΕ και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ούτε οι λύσεις που έχουν εφαρμοστεί διεθνώς για τη διατήρηση των αρχαιοτήτων κατά χώραν με εκσκαφή σήραγγας κάτω από το επίπεδο των αρχαιοτήτων για την κατασκευή του σταθμού (λύση που εφαρμόστηκε το 2012 στο σταθμό Serdica της Σόφιας στη Βουλγαρία).


 

4. Η εφαρμογή της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης δύναται να επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στο μνημειακό σύνολο, και συγκεκριμένα την απόσπαση και μεταφορά του σε αποθηκευτικό χώρο, κάτι που θα επιφέρει ανεπίστρεπτα αλλοίωση της αυθεντικότητάς του, χωρίς καμία εγγύηση επιστροφής στην αρχική του θέση, για τους παρακάτω λόγους:

α. Σε εφαρμογή της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης έχει ήδη εκπονηθεί από την Αττικό Μετρό διαγωνισμός (ημερομηνία 25/2/2013) για «κλειστή τεχνικοοικονομική προσφορά για τις εργασίες απόσπασης των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου όπως περιγράφονται στην συνημμένη απόφαση (ΑΔΑ: ΒΕΙ6Γ-ΞΣΥ) και φαίνονται στο συνημμένο σχέδιο του ΚΑΣ». Πρόκειται για προσφορές που αφορούν την απόσπαση και αποθήκευση των αρχαιοτήτων στο Καλοχώρι, για άγνωστο χρονικό διάστημα και χωρίς να προβλέπεται η επανατοποθέτησή τους. Πριν εκδοθεί η προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου Σας, και ενώ είχαν ήδη παρουσιαστεί αξιόπιστες τεχνικές λύσεις για τη συνύπαρξη αρχαιοτήτων και Σταθμού από φορείς της Θεσσαλονίκης, το ΥΠΠΟΑ εισήγαγε στο ΚΑΣ ως θέμα της ημερήσιας διάταξης την έγκριση ή μη των μελετών απόσπασης στις 18/6/2013 (βλ. συνημμένο Δελτίο Τύπου Υπουργείου στις 17/6/2013, στο οποίο αναφέρεται ότι το θέμα της έγκρισης των μελετών απόσπασης θα επανέλθει σε επόμενη συνεδρίαση του ΚΑΣ). Εξ αυτού συνάγουμε ότι, αν ανακληθεί η προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου Σας, το ΥΠΠΟΑ θα επαναφέρει προς έγκριση τις μελέτες απόσπασης. Αν οι παρούσες μελέτες απόσπασης εγκριθούν και υλοποιηθούν, θα προκληθεί μη ανεπανόρθωτη βλάβη στο μνημειακό σύνολο, καθώς αυτό θα αποσπαστεί χάνοντας την αυθεντικότητα, την ιστορική και τη διδακτική αξία του. Είναι πιθανόν, δε, αυτό να συμβεί ακόμη και πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου Σας επί της αίτησης ακύρωσης που έχει υποβάλλει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, με προφανές αποτέλεσμα τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου Σας που θα επιβάλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης να καταστεί ανεφάρμοστη εν τοις πράγμασι.

β. Προκειμένου να επιτευχθεί η διάσωση των βυζαντινών αρχαιοτήτων και τη συνύπαρξή τους με το σταθμό του ΜΕΤΡΟ, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ανασχεδιασμός του Σταθμού με ευθύνη της Αττικό Μετρό ΑΕ, και η κατάρτιση τεχνικής Μελέτης για τον νέο τρόπο κατασκευής και τα νέα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, που θα συμπεριλαμβάνει τη διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιότητων και θα κατατεθεί προς έγκριση στις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ προκειμένου να εκδοθεί νέα Υπουργική Απόφαση. Αντίστοιχη πρόβλεψη, άλλωστε, υπήρχε στην Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ40/89134/5089/29-12-2004 «Έγκριση μελέτης χάραξης και λοιπών στοιχείων του έργου κατασκευής του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης» («Στις δαπάνες θα συμπεριληφθεί και το κόστος για την πιθανή διατήρηση αρχαιοτήτων σε κατάχωση ή ως ορατών και επισκέψιμων μνημείων, για την πιθανή απόσπαση αρχιτεκτονικών στοιχείων και τοποθέτησή τους σε επιλεγμένες θέσεις καθώς επίσης και για την πιθανή τροποποίηση σε ορισμένα σημεία των επιμέρους έργων» παράγραφος 10 της απόφασης), αλλά δεν ακολουθήθηκε.

Προκειμένου να καταρτιστεί αυτή η τεχνική Μελέτη ανασχεδιασμού, είναι αναγκαίο να διερευνηθούν τεχνοοικονομικά από την Αττικό Μετρό ΑΕ ή άλλο ανεξάρτητο μελετητή όλες οι λύσεις που υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία, από κοινού με τις λύσεις που προτάθηκαν από τους ειδικούς του ΑΠΘ και του ΤΕΕ, πριν κανείς αποφανθεί ότι «δεν μπορεί τεχνικά να προχωρήσει η κατασκευή του σταθμού αν δεν αποσπαστούν πρώτα οι αρχαιότητες», όπως διατείνεται το ΥΠΠΟΑ ενώπιον του Δικαστηρίου Σας. Τέτοια έρευνα μέχρι στιγμής δεν έχει πραγματοποιηθεί.

Ακόμη και στην περίπτωση που η παραπάνω έρευνα θα οδηγήσει στη λύση της απόσπασης και επανατοποθέτησης του συνόλου των αρχαιοτήτων εντός του Σταθμού, η προστασία του μνημειακού συνόλου δύναται να επιτευχθεί μόνο με την εκ νέου εκπόνηση μελετών που θα περιλαμβάνουν αναλυτικά τον τρόπο και χρόνο της απόσπασης, το είδος της μετακίνησης και τον τρόπο επανατοποθέτησης στον ανασχεδιασμένο Σταθμό. Η επιστημονική δεοντολογία και η πρακτική στις μεταφορές μνημείων επιτάσσει η μελέτη απόσπασης να περιλαμβάνει αναλυτικά τα στάδια της απόσπασης, της μεταφοράς και της επανατοποθέτησης, ήτοι: το πώς θα καταστεί δυνατή η ελάχιστη καταπόνηση του μνημειακού συνόλου, ποια είναι η ελάχιστη δυνατή μετακίνησή του, ποιος είναι ο ελάχιστος αναγκαίος κατακερματισμός των μελών του, και να καθορίζει τα διαδοχικά στάδια κατασκευής του σταθμού σε συνδυασμό με την ανάγκη επαναφοράς των αρχαιοτήτων στη θέση τους. Τέτοια μελέτη μπορεί να εκπονηθεί μόνο επί τη βάση του ανασχεδιασμένου σταθμού. Οι προαναφερόμενες μελέτες απόσπασης, που έχουν κατατεθεί στο ΥΠΠΟΑ, δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια.

γ. Δυστυχώς υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα εξ ολοκλήρου μεταφοράς και αποθήκευσης μνημειακών συνόλων που ποτέ δεν επανατοποθετήθηκαν, παρά τις διαβεβαιώσεις. Εμβληματική είναι η περίπτωση του νεολιθικού οικισμού στο λόφο Ζάγανι, που μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου προκειμένου να «ταπεινωθεί» ο λόφος στον οποίο βρέθηκε για λόγους λειτουργίας του κοινωφελούς έργου κατασκευής του αεροδρομίου των Σπάτων. Παρά τις δεσμεύσεις για την επανατοποθέτησή του από την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ αλλά και την κατασκευάστρια εταιρεία, τα κατάλοιπα του νεολιθικού οικισμού, μοναδικού συνόλου της προϊστορικής εποχής, βρίσκονται από το 1997 έως σήμερα σε αποθηκευτικό χώρο, έχοντας υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.


 

5. Σχετικά με τον προσβαλλόμενο ισχυρισμό ότι «η απόσπαση των αρχαιοτήτων είναι απολύτως αναγκαία για την αρχαιολογική διερεύνηση των υποκείμενων στρωμάτων», πρόκειται για έναν καινοφανή ισχυρισμό. Ο Ν. 3028/2002 και οι Διεθνείς Συμβάσεις Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς δεν κάνουν διάκριση μεταξύ μνημείων διαφορετικών χρονολογικών φάσεων ή ιστορικών περιόδων. Η ανασκαφική δεοντολογία επιτάσσει να διατηρούνται τα κατάλοιπα που αποκαλύπτονται και διαμορφώνουν ένα σύνολο που αποτελεί μια ολοκληρωμένη ιστορική μαρτυρία. Τα υποκείμενα στρώματα, που υπάρχουν στη συντριπτική πλειονότητα των αρχαιολογικών χώρων, διερευνώνται επιστημονικά με διερευνητικές τομές σε σημεία που αυτό είναι εφικτό. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα διαθέταμε αρχαιολογικούς χώρους όπως η Ακρόπολη, το Δίον, ο Μυστράς ή η παλιά πόλη της Ρόδου, αφού σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να έχουμε αποδομήσει τα μνημεία που σήμερα είναι ορατά, προκειμένου να αποκαλύψουμε τα υποκείμενα στρώματα, που συχνά φτάνουν ως την προϊστορία. Είναι αντίθετο σε κάθε επιστημονική δεοντολογία και σύγχρονη ανασκαφική μέθοδο το να αποσπαστεί ένα μνημείο που αποτελεί σύνολο ιστορικής, αρχαιολογικής, διδακτικής και αρχιτεκτονικής αξίας, προκειμένου να έρθουν στο φως υποκείμενα αρχαιολογικά στρώματα.

Η προστασία των υποκείμενων αρχαιοτήτων αποτελεί ένα από τα δεδομένα που θα πρέπει να περιλαμβάνει η μελέτη ανασχεδιασμού του Σταθμού (π.χ. με τη διαμόρφωση σήραγγας για τη λειτουργία του Σταθμού σε τέτοιο ύψος που δεν θα διαταράσσει τα υποκείμενα ανθρωπογενή στρώματα) και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προβάλλεται ως αυτοτελής λόγος αποδόμησης του ορατού σήμερα αστικού τοπίου της βυζαντινής Θεσσαλονίκης.


 

5. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί της απρόσκοπτης συνέχισης κοινωφελούς έργου που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή του Μετρό Θεσσαλονίκης: Η υλοποίηση κάθε δημόσιου έργου οφείλει να περιλαμβάνει την προστασία, καθώς και την ανάδειξη και την ένταξη στην σύγχρονη κοινωνική ζωή των αρχαιοτήτων που τυχόν θα ανευρεθούν κατά την εκτέλεσή του (Ν. 3028/2002, άρθρο 3). Η πρόοδος του κοινωφελούς έργου και η προστασία του αρχαιολογικού χώρου και των μνημείων που έχουν ανασκαφεί στο σταθμό Βενιζέλου αποτελούν εξίσου ζητήματα δημοσίου συμφέροντος. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου, οι αρχαιότητες που αναμένονταν να ανευρεθούν και θα έχρηζαν προστασίας είχαν επισημανθεί πριν από την έναρξη του έργου και περιγράφονται επακριβώς στην Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ40/89134/5089/29-12-2004 «Έγκριση μελέτης χάραξης και λοιπών στοιχείων του έργου κατασκευής του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης»: «Ο σταθμός Βενιζέλου, ο οποίος εντάσσεται όπως και οι τρεις επόμενοι σταθμοί στο ιστορικό κέντρο της πόλης και όπου είναι πιθανή η αποκάλυψη δημοσίων κτισμάτων με σημαντικά αποτελέσματα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, όπως μεταξύ άλλων, λείψανα που πιθανόν να σχετίζονται με τη διασταύρωση του decumanus maximus με κεντρικό cardo, με το Χαμτζά Μπέη Τζαμί (15ος αιώνας), με το Μπεζεστένι (15ος αι.) και με το μεσαιωνικό ξενοδοχείο της πόλης επί του οποίου έχει ανεγερθεί το Καραβάν-Σεράι και γύρω από το οποίο υπάρχουν προφανώς ερείπια αρχαιοτέρων κτιρίων». Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η ανεύρεση ενός τόσο σημαντικού αρχαιολογικού συνόλου στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου ήταν από πριν γνωστό τόσο στο Υπουργείο Πολιτισμού όσο και στην Αττικό Μετρό, και υπήρχε επαρκής χρόνος (ακόμη και από την αποκάλυψη των πρώτων τμημάτων του σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης), προκειμένου να υπάρξουν οι απαραίτητες τεχνικές αλλαγές στο Σταθμό, κάτι για το οποίο δεν φρόντισε η Αττικό Μετρό ΑΕ ως καθ’ ύλην αρμόδια.

Αλλά και μετά την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων και την παρουσίαση τεχνικών λύσεων συνύπαρξης από τους ειδικούς του ΑΠΘ και του ΤΕΕ, δεν έγινε καμία διοικητική ενέργεια από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, ούτε προτάθηκε νέα τεχνική μελέτη από την Αττικό Μετρό ΑΕ, προκειμένου να προστατευτούν και να αναδειχθούν οι αρχαιότητες και να προχωρήσει ταυτόχρονα το έργο. Το ΥΠΠΟΑ δεν εξέτασε τις εμπεριστατωμένες αιτήσεις θεραπείας που κατέθεσαν ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο Δήμος Θεσσαλονίκης, επιστημονικοί φορείς κ.ά., δεν προχώρησε στην αναπομπή της Υπουργικής Απόφασης με βάση τα νέα δεδομένα, αγνόησε τις εκκλήσεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Ως εκ τούτου, καταχρηστικώς χρησιμοποιείται ο ισχυρισμός περί επιτάχυνσης των εργασιών του δημόσιου έργου από το ΥΠΠΟΑ, καθώς στους μήνες που μεσολάβησαν από την έκδοση της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης, δεν προέβη –ενώ είχε τη δυνατότητα- σε εκείνες τις διοικητικές ενέργειες που θα εξασφάλιζαν την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων και την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου στο Σταθμό Βενιζέλου.


 

Για τους λόγους αυτούς, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση και κατόπιν επανειλημμένων αυτοψιών στον χώρο, εκφράζει την έντονη αντίθεσή του στην υλοποίηση της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης. Ενόψει τούτων, θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως αυτή εκπορεύεται από την αρχαιολογική νομοθεσία, το Σύνταγμα και τις συναφείς με την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς διεθνείς συνθήκες, και ζητά την ανάκλησή της.


 


 

Για το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων






 

Η Πρόεδρος                                  Ο Γενικός Γραμματέας


 

 

Δέσποινα Κουτσούμπα                           Γεώργιος Ρήγινος