Μετά την με αρ. 528/2013 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήρθε η ώρα να πάψουν να παίζουν «κρυφτό» με το θέμα των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου, τόσο το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού

ΘΕΜΑ: Ανοίγει ο δρόμος για να σωθεί το ιστορικό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης

Μετά την με αρ. 528/2013 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήρθε η ώρα να πάψουν να παίζουν «κρυφτό» με το θέμα των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου, τόσο το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού όσο και η Αττικό Μετρό. Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών δικαιώνει την επιμονή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, του Δήμου Θεσσαλονίκης, της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και πολλών φορέων της πόλης να διασωθεί στη θέση του το ιστορικό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης ως ένας ζωντανός αρχαιολογικός χώρος-τοπόσημο, ενταγμένος στο σύγχρονο έργο του ΜΕΤΡΟ της πόλης.

Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης για τη μεταφορά του μνημείου και, παρά τις αντιδράσεις και τις προτάσεις για συνύπαρξη αρχαιοτήτων και σταθμού, η Αττικό Μετρό αρνείται πεισματικά να προχωρήσει σε εναλλακτικές μελέτες, ενώ το Υπουργείο Πολιτισμού αρνείται πεισματικά να επανεισάγει το θέμα στο ΚΑΣ. Επέτρεψαν στον εργολάβο να απολύσει όλο το προσωπικό, αντί να προχωρήσει η ανασκαφή του χώρου και οι διερευνητικές τομές στα κατώτερα στρώματα που θα έδιναν πολύτιμα στοιχεία, για να εκπονηθεί μια σοβαρή μελέτη ανασχεδιασμού του σταθμού. Έκλεισαν το σκάμμα της Βενιζέλου, τη στιγμή που υπήρχε ενδιαφέρον από όλο τον κόσμο για επισκέψεις επιστημόνων στο μοναδικό αυτό μνημείο. Συνέχισαν να ρίχνουν το βάρος των καθυστερήσεων του ΜΕΤΡΟ στις αρχαιότητες και σε όσους αγωνίζονταν να τις προστατεύσουν, την ίδια στιγμή που, ενώ μπορούσαν, όπως αποδεικνύεται και από την ίδια την απόφαση του ΣτΕ, δεν προχώρησαν για ένα και πλέον χρόνο σε καμία ενέργεια!

Ήρθε η ώρα να τεθεί το ζήτημα από την αρχή, όπως διεκδικεί εξαρχής ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων:

  1. Να εκπονηθούν, έστω και τώρα, εμπεριστατωμένες και κοστολογημένες προκαταρκτικές μελέτες για όλες τις εναλλακτικές λύσεις συνύπαρξης αρχαιοτήτων και σταθμού, όπως υποδεικνύει και η απόφαση του ΣτΕ, σε συνεργασία με την 9η ΕΒΑ, ξεκινώντας από την τεχνική λύση της διατήρησης in situ εντός του σταθμού χωρίς τη μετακίνησή τους. Άλλωστε είναι πλέον εμφανές ότι τεχνικές λύσεις υπάρχουν, αρκεί να υπάρχει η βούληση.

  2. Να ξεκινήσουν και πάλι οι εργασίες στον σταθμό Βενιζέλου, με ολοκλήρωση της όποιας επιστημονικής έρευνας στο βυζαντινό μνημείο και διερευνητικές τομές στα υποκείμενα στρώματα, ώστε να βοηθηθεί η εξεύρεση της βέλτιστης λύσης προστασίας των αρχαιοτήτων.

  3. Να καταστεί ο χώρος επισκέψιμος σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες, γεγονός που θα προβάλλει διεθνώς τη Θεσσαλονίκη, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την κίνηση στην περιοχή Βενιζέλου και ανακουφίζοντας τους παρακείμενους καταστηματάρχες.

Θα είναι απαράδεκτο να περιμένει και πάλι το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού την οριστική εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης του Δήμου Θεσσαλονίκης στο ΣτΕ στις 15.01.2014 αφήνοντας να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Στη συνέχεια παραθέτουμε τμήματα της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, καθώς το σκεπτικό του δικαστηρίου, που ορίζει ότι τα μεγάλα έργα δημοσίου συμφέροντος οφείλουν να σέβονται τη συνταγματική προσταγή προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, έχει ευρύτερη σημασία για το έργο που εκτελεί σήμερα η Αρχαιολογική Υπηρεσία σε όλη τη χώρα.

 

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ

 

 

 
 


 


Αριθμός 528/2013. Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας συνεδρίασε στις 8 Οκτωβρίου 2013 (…), για να αποφασίσει σχετικά με την από 8 Ιουλίου 2013 αίτηση του Δήμου Θεσσαλονίκης (…) κατά του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού & Αθλητισμού και ήδη αρμοδιότητας Πολιτισμού & Αθλητισμού, (…) να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθ. ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΑΧΜΑΕ/10873/4953/408/180/24.01.13 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού & Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

… Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα … Σκέφθηκε κατά το Νόμο

(…) 8. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλιστεί στα όρια της Χώρας αφενός η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών και αφετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων προερχόμενων από την ανθρώπινη δραστηριότητα που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέστηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και ειδικότερα να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα.

Κατά τη λήψη, εξάλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, δηλαδή σκοπούς, για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα. Η επιδίωξη όμως της εξασφάλισης των όρων διαβίωσης αυτών, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη βασικών έργων υποδομής, πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός νομοθέτης (Σ.τ.Ε. 5460/2012 7μ. σκ. 5, πρβλ. και Σ.τ.Ε. 3478/2000 Ολομ., 2537/1996 Ολομ., 2755/1994 Ολομ., κ.ά.).

Ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιονδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους, και ότι καταρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά, αναλόγως και προς το είδος και τον χαρακτήρα τους, στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται. Τέλος, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή μνημείου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων στοιχείων και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευομένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του αρχαίου ή του μνημείου, για το οποίο πρόκειται (Σ.τ.Ε. 5460/2012 7μ. σκ. 5, 2224/2008 σκ. 3, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1100/2005, 2175/2004 Ολομ., 3279/2003 Ολομ.).

Σε εξαιρετικές, όμως, περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλεται η επίτευξη της ασφαλούς λειτουργίας έργου υποδομής, που ικανοποιεί ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται τέτοιες επεμβάσεις στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σημασίας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφόσον διαπιστωθεί, με βάση εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν δυνατό να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου (Σ.τ.Ε. 5460/2012 7μ. σκ. 5, πρβλ. Σ.τ.Ε. 965/2007 7μ σκ. 19, 3851/2006 7μ. σκ.15, 3478/2000 Ολομ., 2300/1997 Ολομ.).

) 13. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως από τα προαναφερθέντα έγγραφα της 9ης Ε.Β.Α. και τα πρακτικά συνεδρίασης του Κ.Α.Σ. προκύπτει ότι οι αποκαλυφθείσες αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης αποτελούν άριστα διατηρηθέν ενιαίο πολεοδομικό τμήμα-συγκρότημα της πόλης του 6ου αιώνα, η σπουδαιότητα του οποίου, τόσο, λόγω του χαρακτήρα και της θέσης του, ως οικιστικού συνόλου στο κέντρο της αρχαίας πόλης, όσο και της αρχαιολογικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας του, συνδέεται αναπόσπαστα με την ιστορία, την πολεοδομική οργάνωση και την κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης ανά τους αιώνες.

Από τον φάκελο προκύπτει επίσης ότι οι ανωτέρω αρχαιότητες αποτελούν μοναδικό μνημείο και ιστορικό τμήμα της πόλης της Θεσσαλονίκης, που διατηρήθηκε στην αυθεντική του μορφή επί 16 περίπου αιώνες, η ύπαρξη του οποίου, αν και είχε θεωρηθεί βέβαιη από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, εν τούτοις δεν ελήφθη υπ’ όψιν κατά την έγκριση της κατασκευής του σταθμού στη θέση αυτή, αφού στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται μελέτες με εναλλακτικές λύσεις κατασκευής του σταθμού ή κατάργησής του προκειμένου το μνημείο να προστατευθεί και να αναδειχθεί in situ, όπως επιβάλλεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Ν. 3028/2002, ενόψει και του καθολικού χαρακτήρα για όλους τους πολίτες αγαθού της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδίως της ανάγκης διαφύλαξης της κληρονομιάς αυτής και της ιστορικής μνήμης χάριν των επόμενων γενεών.

Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή κατά την έγκριση της κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου δεν είχαν εξετασθεί μέτρα προστασίας του μνημείου, η Διοίκηση όφειλε πριν από την έγκριση οποιασδήποτε υλικής επέμβασης επί του συγκεκριμένου μνημείου να ερευνήσει πλήρως δια των αρμοδίων επιστημονικών συμβουλίων και με βάση τεχνικές μελέτες τη δυνατότητα διατήρησης των αρχαιοτήτων στη θέση στην οποία αποκαλύφθηκαν, διασφαλίζοντας έτσι στο ακέραιο την αυθεντικότητά τους εν ανάγκη και με την επιβολή όρων για τον επανασχεδιασμό της τεχνικής μελέτης του σταθμού στη συγκεκριμένη θέση.

Εξάλλου, αν από τις σχετικές μελέτες είχε διαπιστωθεί ότι η διατήρηση των αρχαιοτήτων in situ είναι απολύτως αδύνατη, ακόμη και με τον ανασχεδιασμό του σταθμού με λογική αύξηση του κόστους, η Διοίκηση είχε υποχρέωση να προβεί δυνάμει των ως άνω μελετών σε στάθμιση της σπουδαιότητας του μνημείου και της αναγκαιότητας κατασκευής του σταθμού.

Τέλος, εφόσον κατά την εκτίμηση της Διοίκησης το μετρό της Θεσσαλονίκης εμπίπτει στους σκοπούς του άρθρου 42 παρ. 1 του ν.3028/2012 ως μεγάλο τεχνικό έργο εξαιρετικής σημασίας για την εθνική οικονομία και την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, η δε λειτουργία του δεν μπορεί να διασφαλιστεί από τεχνική άποψη χωρίς την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου, η Διοίκηση πριν επιτρέψει την απόσπαση και μεταφορά των αρχαιοτήτων, όφειλε να εξετάσει αιτιολογημένα, με βάση επιστημονικά δεδομένα απορρέοντα από ολοκληρωμένες μελέτες, τη δυνατότητα απόσπασης, επανατοποθέτησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων στον χώρο στον οποίο αποκαλύφθηκαν, προσδιορίζοντας συγχρόνως τις διαστάσεις και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σταθμού, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

14. (…) Υπό τα προεκτεθέντα δεδομένα, η έγκριση της απόσπασης των αρχαιοτήτων με την προσβαλλόμενη απόφαση, (…) θα προκαλέσει, όπως βασίμως προβάλλεται, ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα Δήμο, αφενός διότι με την προσβαλλομένη εγκρίνεται η επέμβαση στο μνημείο χωρίς να έχουν εκπονηθεί επιστημονικές και τεχνικές μελέτες για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων in situ με αποτέλεσμα να περιορίζονται ουσιωδώς τα μέτρα προληπτικής προστασίας του μνημείου, εν όψει της φύσης και του μεγέθους του σταθμού για την κατασκευή του οποίου ουδείς πρόσθετος όρος προβλέπεται και αφετέρου διότι με την προσβαλλομένη επιτρέπεται η μετακίνηση μνημείου ιδιαίτερης σημασίας χωρίς προηγουμένως να έχει αποκλεισθεί, αιτιολογημένα, η δυνατότητα διατήρησης του μνημείου στο περιβάλλον του και πριν η Διοίκηση προβεί σε στάθμιση της σπουδαιότητας του μνημείου και της αναγκαιότητας κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 του Ν. 3028/2002.

Συνεπώς, κατά την κρίση της Επιτροπής Αναστολών συντρέχει εν προκειμένω λόγος να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (περιπτ. α΄) καθ’ ο μέρος εγκρίνει την απόσπαση αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου με σκοπό τη μεταφορά τους σε άλλη θέση. Οίκοθεν πάντως νοείται ότι από την εν μέρει αποδοχή της κρινόμενης αίτησης αναστολής και την απαγόρευση απόσπασης των αρχαιοτήτων έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης ακυρώσεως, δεν κωλύεται η εκπόνηση ή η έγκριση μελετών ή η έκδοση άλλων διοικητικών πράξεων οι οποίες κατατείνουν στην προστασία και ανάδειξη του μνημείου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.