ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ

Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr
 
 
Αθήνα,  26/6/2024 
Αρ. Πρωτ.: 167
 
Προς: 1. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
          2. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
          3. Υπουργείο Πολιτισμού
 
 
Υπόμνημα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για τη χορήγηση του επιδόματος επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας

 
Το επάγγελμα του αρχαιολόγου στην Ελλάδα βρίσκει απασχόληση αποκλειστικά σχεδόν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το ίδιο το Σύνταγμα της Ελλάδας (άρθρο 24) αλλά και ο εν ισχύ νόμος 4858/2021 αναθέτουν στο Κράτος την προστασία των μνημείων και εν γένει του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αποτελεί δε μία δραστηριότητα πνευματική και σωματική συγχρόνως.

Το επάγγελμα του αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΑ και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων περιλαμβάνει εργασίες πεδίου, μουσείου και γραφείου. Η αρχαιολογική ανασκαφή εντάσσεται στις εργασίες πεδίου, που -χωρίς να αποτελεί το αποκλειστικό αντικείμενο ενός αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΑ- αποτελεί την κύρια οδό παραγωγής πρωτογενούς υλικού και αρχαιολογικής πληροφορίας. Περιλαμβάνει ακόμη εργασίες τεκμηρίωσης και ταξινόμησης σε αποθήκες αρχαιολογικών ευρημάτων και εργαστήρια συντήρησης αρχαιοτήτων, βιβλιογραφική έρευνα στις εξειδικευμένες βιβλιοθήκες για τη συγγραφή επιστημονικών δημοσιεύσεων, προετοιμασία, διοργάνωση και εγκατάσταση μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων -πολλές φορές περιοδευουσών- στα μουσεία και αρχαιολογικές συλλογές της χώρας και του εξωτερικού ακόμη και εργασίες γραφείου που αφορούν στην εξυπηρέτηση πολιτών. Όλα τα παραπάνω σε καθημερινή συνεργασία με συναφείς και συνεργαζόμενες στις ίδιες συνθήκες ειδικότητες του αρχαιολόγου-μουσειολόγου (ΠΕ), του λαογράφου-εθνολόγου (ΠΕ), του ιστορικού τέχνης (ΠΕ), του ιστορικού (ΠΕ), του μουσειολόγου (ΠΕ), του επιμελητή (ΠΕ) μουσείων, του συντηρητή αρχαιοτήτων και έργων τέχνης(ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ), του γλύπτη (ΠΕ), του εργατοτεχνίτη (ΥΕ και ΔΕ) και του μαρμαροτεχνίτη (ΔΕ).

Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 μέχρι τα χρόνια της προετοιμασίας για την Ολυμπιάδα του ’04 και έως σήμερα τα δεδομένα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία άλλαξαν δραματικά. Τα πάμπολλα δημόσια και ιδιωτικά έργα που εκτελέστηκαν ή και συνεχίζονται στη χώρα άλλαξαν την καθημερινότητα της Υπηρεσίας καλώντας την να αναλάβει πλήθος αρχαιολογικών έργων σε περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή υποέργα σε έργα τρίτων φορέων. Η αρμοδιότητα των αρχαιολόγων σ’ αυτά συνίσταται στην αυτοψία, στην σύνταξη και διεκπεραίωση μνημονίων συνεργασίας, στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, στην τεκμηρίωση, μελέτη και δημοσίευση των αρχαιοτήτων, στην εποπτεία της αναστήλωσης μνημείων και συντήρησης ευρημάτων, όπως επιβάλλεται από τον αρχαιολογικό νόμο και περιγράφεται στο ΠΔ 99/1992 (ΦΕΚ Α 46, 24.3.1992), Μελέτη και εκτέλεση αρχαιολογικών εν γένει έργων.

Τα αρχαιολογικά έργα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Δ. 305/96 (ΦΕΚ Α 212, 29.8.1996) αντιμετωπίζονται γενικά ως προσωρινά ή κινητά εργοτάξια, στα οποία εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα ασφάλειας και υγιεινής. Κατά τη διενέργεια των εργασιών πεδίου ο αρχαιολόγος, μόνιμος ή με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, εργάζεται σε συνθήκες επικίνδυνες και ανθυγιεινές, όπως και το συνεργαζόμενο προσωπικό των υπόλοιπων ειδικοτήτων. Καθ’ όλα τα στάδια της εργασίας πεδίου, που για τις σωστικές ανασκαφές τουλάχιστον, δεν είναι δυνατόν να διακοπεί λόγω των ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων που επιβάλλουν τα μνημόνια συνεργασίας μεταξύ του Κυρίου του έργου και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, οι αρχαιολόγοι Σωματικές καταπονήσεις

•Συνθήκες εργασίας που προκαλούν μυοσκελετικές και ρευματικές παθήσεις. Επικίνδυνο και ανθυγιεινό περιβάλλον

•Έκθεση σε τοξικά προϊόντα (ευρήματα από υλικά υψηλής τοξικότητας, όπως στην περίπτωση του εργοταξίου στο σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης όπου εντός του αρχαιολογικού σκάμματος εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα τοξικού υδραργύρου). Αν και δεν έχει μελετηθεί επαρκώς στην χώρα μας είναι επίσης διεθνώς επιβεβαιωμένο ότι οι εργαζόμενοι σε ανασκαφές εκτίθενται σε σημαντικές ποσότητες ραδιενεργού ραδονίου, που αποτελεί πηγή υψηλής τοξικότητας και αιτία καρκινογενέσεων.

•Έκθεση σε ακραία καιρικά φαινόμενα (κρύο, καύσωνα, ήλιο, βροχή και χιόνι).

•Έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια και αιθαλομίχλη(εποπτεύουν από απόσταση αναπνοής τα βαρέα σκαπτικά μηχανήματα στο πρώτο στάδιο των αποχωματώσεων και εκσκαφών).

•Έκθεση σε έντονη ηχορύπανση.

•Διενεργούν ανασκαφές ή αυτοψίες στα θεμέλια ιδιωτικών κτηρίων, εντός πολεοδομικού ιστού, με όμορα κτήρια των οποίων τα θεμέλια είναι συχνά αποκαλυμμένα και επομένως ιδιαίτερα επικίνδυνα για κατάρρευση,

•Εκτίθενται σε κινδύνους κατά την εκτέλεση και επίβλεψη έργων αναστήλωσης μνημείων, όταν εργάζονται επάνω σε σκαλωσιές, σε περιβάλλον όπου βαρέα μηχανήματα μεταφέρουν μεγάλα φορτία,

•Εργάζονται σε συνθήκες εργοταξίου εντός φρεάτων και σηράγγων αλλά και σε υποθαλάσσια και υπολίμνια αρχαιολογικά έργα.

•Χρησιμοποιούν αναγκαστικά όλες τις εργοταξιακές υποδομές και εγκαταστάσεις, πολλές φορές πρόχειρες, όπως εργοταξιακούς ανελκυστήρες, σκάλες, ικριώματα και προσωρινές ράμπες,

•Εργάζονται αναγκαστικά με κράνος και υποδήματα ασφαλείας κατόπιν αυστηρών υποδείξεων των υπευθύνων ασφαλείας των εργοταξίων, γεγονός που αποδεικνύει τους κινδύνους εντός αυτών

•Εποπτεύουν κατεδαφίσεις ετοιμόρροπων και παλαιών κτηρίων όμορων με αρχαιολογικούς χώρους ή εντός ιστορικών τόπων, όπου απαιτείται να γίνουν αποτοιχίσεις αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών σε δεύτερη χρήση. Τόσο στα εργοτάξια και τις κατεδαφίσεις, όσο και στις αποθήκες αρχαιοτήτων αιωρούνται υπό μορφή κονιορτού ουσίες όπως σκόνη, χώμα, οικοδομικά υλικά με χημικά πρόσθετα τα οποία διεισδύουν στο αναπνευστικό. Μάλιστα, ανιχνεύονται στους χώρους εργασίας ακόμη και μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος αφού οι χώροι αυτοί συνήθως δεν αερίζονται καλά. 
•Συνεργάζονται με τους συντηρητές αρχαιοτήτων και έργων τέχνης για να τεκμηριώσουν, να μελετήσουν και να αποκαταστήσουν τελικά αρχαιολογικά αντικείμενα εντός εργαστηρίων συντήρησης, όπου χρησιμοποιούνται χημικές ουσίες. Τα υλικά συντήρησης είναι χημικές ουσίες, κυρίως επικίνδυνοι οργανικοί διαλύτες (αμίδια, αλκοόλες, οξέα, αρωματικοί υδρογονάνθρακες κτλ) που εμφανίζουν υψηλή τοξικότητα και λόγω των βαρέων μακρομορίων τους παραμένουν στο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο πεδίο εφαρμογής, αλλά και στους χώρους φύλαξης έργων τέχνης όπου αυτά μεταφέρονται αμέσως μετά από κάποια επέμβαση, είτε στους χώρους αποθήκευσης οργανικών διαλυτών. Δυσμενέστερη είναι η κατάσταση στον μεγαλύτερο αριθμό εργαστηρίων και αποθηκών, όπου δεν υπάρχουν καν απαγωγοί αερίων και δρουν αθροιστικά επειδή αποθηκεύονται ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά υλικά,

•Ταξινομούν αρχαιολογικό υλικό σε αποθήκες, όπου στοιβάζονται κιβώτια αρχαιολογικών ευρημάτων. Η τοξική δράση των χημικών ουσιών που έχουν εφαρμοστεί στα συντηρημένα αντικείμενα, η παθογόνα επίδραση της σκόνης και της μούχλας είναι κοινός τόπος πως συχνά ζημιώνουν ανεπανόρθωτα τον ανθρώπινο οργανισμό. Η πλειονότητα τέτοιων εγκαταστάσεων του ΥΠΠΟ μετά από πολλά χρόνια χρήσης κατατάσσονται στην κατηγορία των «άρρωστων κτηρίων», λόγω της συσσώρευσης στις τοιχοποιίες τους και τα υλικά δομής όλων των προαναφερόμενων τοξικών υλικών. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την παλαιότητα των κτιρίων που ως επί το πλείστον είναι παλαιά αναστηλωμένα κτήρια βιομηχανικών και βιοτεχνικών χρήσεων. Συχνά, άλλωστε, τα γραφεία εργοταξίων, ανασκαφών ή αναστηλώσεων μνημείων φιλοξενούνται σε containers τα οποία είναι κατασκευασμένα από πλαστικές ύλες και μονώσεις που περιέχουν πτητικά αέρια,
•Εκτίθενται μαζί με τους γλύπτες και τους συντηρητές αρχαιοτήτων στους κινδύνους που συνεπάγεται η μετακίνηση και τοποθέτηση γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών μεγάλου μεγέθους κατά την μεταφορά και εγκατάσταση αρχαιολογικών εκθέσεων
•Διαχειρίζονται πολύτιμα και αναντικατάστατα αρχαιολογικά αντικείμενα. Η ευθύνη που απορρέει από αυτό το καθήκον μεγεθύνεται γεωμετρικά υπό το συνδυαστικό πρίσμα της μοναδικότητας των αντικειμένων και τον επιτακτικό χαρακτήρα των μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Όταν τα παραπάνω συνδυαστούν με τις αντίξοες, επιβλαβείς για την υγεία και συχνά απρόβλεπτες συνθήκες περιγράφουν το προφίλ ενός εργαζόμενου, που -εκτός των άλλων- υφίσταται σωρευτικά την πίεση και το άγχος για την προφύλαξη της υγείας του και του αρχαιολογικού αντικειμένου ή έργου τέχνης, και συνεπώς ενός εργαζομένου επιρρεπούς σε ψυχοκοινωνικούς κινδύνους.

•Επιπλέον, το προσωπικό των Εφορειών Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟA για το έργο της διάσωσης, ανάδειξης, μελέτης και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς δραστηριοποιείται εντός των σπηλαίων. Οι κίνδυνοι που παρουσιάζει η εργασία εντός σπηλαίων (ανασκαφές, εξερευνήσεις, χαρτογραφήσεις κλπ) είναι:

Κίνδυνοι από την ατμόσφαιρα του σπηλαίου: έλλειψη οξυγόνου με αντίστοιχη αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα, σε ποσοστό τουλάχιστον 100% άνω του κανονικού. Πολλές φορές φτάνει στα όρια ανοχής του οργανικού (π.χ. στο σπήλαιο Διρού έχει μετρηθεί 5.000 ppm, στο σπήλαιο Καστανιά Βοιών 5.000 ppm, κ.α.), δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα από σήψη οργανικών ουσιών (έχουν αναφερθεί αρκετοί θάνατοι και στην Ελλάδα), δεν ανιχνεύεται και μπορεί να επιφέρει άμεσο θάνατο, δηλητηρίαση από υδρόθειο (από ηφαιστειακά πετρώματα), δηλητηρίαση από εγκλωβισμένο «απολιθωμένο» αέρα (που δεν έχει ανανεωθεί για χιλιάδες χρόνια), με άμεσο θάνατο καθώς δεν ανιχνεύεται, υγρασία άνω του 90% που προκαλεί ρευματισμούς, αρθριτικά, κλπ., υποθερμία από έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες, κίνδυνοι από μικρόβια, μικρόβιο τετάνου που αναπτύσσεται στο «γουανό» (κόπρανα νυχτερίδων) που υπάρχει σε όλα τα σπήλαια στην Ελλάδα, κ.ά.

Κίνδυνοι από τη μορφολογία των σπηλαίων: Βάραθρα, στενά περάσματα, κατακρημνίσεις, λάσπη, κλπ. Συνθέτουν ένα περιβάλλον άκρως επικίνδυνο σε όλα τα ελληνικά σπήλαια. Η πρόσβαση στα σπήλαια αυτά γίνεται με τεχνικές αναρρίχησης που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις, εμπειρία και εκπαίδευση και εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους. Υδρογεωλογικά φαινόμενα που μπορούν να προκαλέσουν εγκλωβισμό, όπως συνέβη στο σπήλαιο Σάχρου στην Κρήτη (Νοέμβριος 2002). Μακροχρόνια έκθεση στο απόλυτο σκότος που επηρεάζει αρνητικά την όραση.
Σπηλαιοκατάδυση: Ενέχει όλους του κινδύνους και της σπηλαιολογίας και της κατάδυσης.

Για όλους τους παρακάτω λόγους θεωρούμε απολύτως απαραίτητη τη θέσπιση του επιδόματος επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας, όπως προβλέπεται για το δημόσιο, στην ειδικότητα του αρχαιολόγου που μαζί με αυτές του αρχαιολόγου-μουσειολόγου, του λαογράφου-εθνολόγου, του ιστορικού τέχνης, του ιστορικού, του μουσειολόγου και του επιμελητή μουσείων του ΥΠΠΟΑ, που εκτίθενται στους κινδύνους που περιγράφηκαν παραπάνω για το χρονικό διάστημα που αυτό συνέβη, κατόπιν βεβαίωσης του οικείου προϊσταμένου.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Επικίνδυνες Χημικές Ουσίες στους χώρους εργασίας, ΑΘΗΝΑ 2003.
•Λώμη Κωνσταντίνα, Εργονομία-Μυοσκελετικές παθήσεις που σχετίζονται με την εργασία, Κέντρο Ασφάλειας της Εργασίας ΕΛΙΝΥΑΕ.
•Γρηγοροπούλου Ε., Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων, Διαχείριση Βιοµηχανικών Αποβλήτων, ΔΠΜΣ 2005.
•Δρίβας Σπύρος, Tο Σύνδροµο του Άρρωστου Κτιρίου, Κέντρο Ασφάλειας της Εργασίας ΕΛΙΝΥΑΕ.
•Νικολάου Τριανταφυλλιά, Το πρόβλημα της ποιότητας αέρα στο εσωτερικό των κτιρίων, Πολυτεχνείο Κρήτης 2004.
•Δόση–Σίββα Μαρία, Ασφάλεια στο Εργοτάξιο, Κέντρο Ασφάλειας της Εργασίας ΕΛΙΝΥΑΕ. •Μπακόλας Αστέριος, Υγιεινή και Ασφάλεια εργαζομένων σε έργα Συντήρησης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Αθήνα 2009.
•Αντωνίου Αλ., Δρίβας Σπ., Πηγές εργασιακού Στρες, Κέντρο Ασφάλειας της Εργασίας ΕΛΙΝΥΑΕ. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ