Υπόμνημα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για την απόσπαση του νεολιθικού κτηριακού συγκροτήματος στο Γυαλί της Νισύρου και τη συνέχιση της εξόρυξης στην πλαγιά του λόφου όπου επεκτείνεται ο υπόλοιπος νεολιθικός οικισμός.
 
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ζητά την αναβολή διατύπωσης γνώμης του Συμβουλίου σας για το θέμα, προκειμένου να προηγηθεί αρχαιολογική διερεύνηση, ώστε να διαπιστωθεί η έκταση της νεολιθικής εγκατάστασης και το περιβάλλον αυτής. Τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής αυτής διερεύνησης αποτελούν στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος της θέσης και ως τέτοια πρέπει να συμπεριληφθούν στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η οποία χρήζει επικαιροποίησης, ώστε να είναι δυνατή η από αρχαιολογικής πλευράς εξέτασή της.

Tο Γυαλί, η «Κισσηρούσα» του Πλίνιου, μικρό ηφαιστειογενές νησί της Δωδεκανήσου αποτελούσε σημαντικό σταθμό της ναυσιπλοΐας συνδέοντας τις Μικρασιατικές ακτές και ειδικότερα την Κνίδο με τα γύρω νησιά και τις γειτονικές νησίδες έως τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο, τουλάχιστον από την 5η χιλιετία π.Χ.  Η στρατηγική του θέση και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του, με τις άφθονες πηγές οψιανού οδήγησε στην πρώιμη κατοίκησή του ήδη από τη νεολιθική περίοδο.  Κατά την 4η χιλιετία π.Χ., η κατοίκηση εξαπλώνεται σε ολόκληρο σχεδόν το νησί ειδικότερα στο ΝΔ τμήμα του με την κίσσηρη, όπου δραστηριοποιείται εδώ και πολλά χρόνια λατομείο από την εταιρεία ΛΑΒΑ Α.Ε. (θυγατρική της ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ η οποία ανήκει στην Lafarge),  στο νοτιότερο άκρο του ΒΑ τμήματος με τον οψιανό και τον περλίτη, το οποίο σήμερα εκμεταλλεύεται η Εταιρεία Περλίτες Αιγαίου ΑΕ, αλλά και στον χαμηλό λαιμό που ενώνει τα δύο τμήματα του νησιού.

Μοναδικό τεκμήριο από την εκτεταμένη αυτή κατοίκηση παραμένει το καμπυλόγραμμο κτηριακό συγκρότημα της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για επίμηκες κτήριο εμβαδού 102,375 τ.μ., αποτελούμενο από δύο στεγασμένους χώρους που έφεραν δίρριχτη στέγη και ευρύχωρο προστώο-αυλή. Το κτήριο σώζει δάπεδο από σχιστολιθικές πλάκες και ίχνη καύσης σε μικρό χώρο που ταυτίζεται με μαγειρείο. Πρόκειται για ευρύχωρη  κατοικία σε πλήρη άνθηση, όπου βρέθηκαν συνολικά πλήθος αγγείων και λίθινων εργαλείων που φανερώνουν τον πλούτο και την αυτάρκεια του νεολιθικού αυτού νοικοκυριού, παραπέμποντας σε εμβληματικές θέσεις γνωστές τόσο από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, όσο και από τη Θεσσαλία, όπως λ.χ. το Διμήνι.

Αποτελεί το μεγαλύτερο έως σήμερα γνωστό ανεσκαμμένο  κτήριο της 4ης χιλιετίας π.Χ. στο ΝΑ Αιγαίο και ξεχωρίζει ανάμεσα στα αντίστοιχα ελάχιστα έως σήμερα γνωστά παραδείγματα της Δωδεκανήσου. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η θέση του κτηρίου στο νησί, σε προστατευμένο ύψωμα, απ’ όπου ελέγχονται οι θαλάσσιοι δρόμοι, κυρίως της διακίνησης του οψιανού από τη Μήλο στα Μικρασιατικά παράλια αλλά και από το ίδιο το Γυαλί σε πολλές θέσεις του προϊστορικού Αιγαίου. Τα λίθινα θεμέλια των τοίχων εδράζονται στον φυσικό μαλακό βράχο, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη κάθε απόπειρα απόσπασής του.  

Σήμερα, το νεολιθικό κτίσμα δεσπόζει στο χαμηλό ύψωμα πάνω από τα άνδηρα για την εκμετάλλευση της ελαφρόπετρας από το λατομείο της εταιρείας ΛΑΒΑ ΑΕ. Στο πέρασμα των 6.500 χρόνων η κατάστασή του δεν έχει αλλοιωθεί.  Η πλούσια βλάστηση που απομένει στο τμήμα αυτό του νησιού και ένας ψηλός πέτρινος τοίχος εμποδίζουν την πυκνή συσσώρευση του υλικού και την αποσάθρωση των πρανών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι πιθανότατα δεν πρόκειται για μεμονωμένο εύρημα. Ανασκαφικές τομές στην πλαγιά του λόφου (δημοσιευμένες και αυτές αναλυτικά με τα ευρήματά τους, όπως και το νεολιθικό κτήριο, από τον ανασκαφέα τους,  Αδαμάντιο Σάμψων στο βιβλίο του με τίτλο, Η Νεολιθική κατοίκηση στο Γυαλί της Νισύρου, Αθήνα: Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, 1988), απέδειξαν ότι στην πλαγιά του λόφου, όπου θα επεκταθεί το λατομείο μετά την απομάκρυνση του κτηρίου, συνεχίζεται ο νεολιθικός οικισμός, ο οποίος κινδυνεύει να καταστραφεί, χωρίς καν να έχει ανασκαφεί. Το γεγονός αυτό είναι πρωτοφανές, δεν έχει ανάλογό του στην ιστορία της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.  

Το Γυαλί εκτός από αρχαιολογικός χώρος και τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, κηρυγμένος με την υπ΄αρ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Φ22/50807/2272/23-12-1982 (ΦΕΚ 322/Β/8-6-1983) ΥΑ, αποτελεί μνημείο λόγω της γεωλογικής του εικόνας. Η απόσπαση του κτηρίου, με πρόφαση τη δυσκολία πρόσβασής του και την δήθεν προστασία του από την αιολική κίσσηρη, στην πραγματικότητα αποσκοπεί στην επέκταση της εξορυκτικής δραστηριότητας της ΛΑΒΑ ΑΕ και στην περιοχή των νεολιθικών καταλοίπων, με άμεσο πλέον τον κίνδυνο οικολογικού αφανισμού του νησιού, την στιγμή μάλιστα που η εταιρεία εκμετάλλευσης ολιγωρεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της περί αποκατάστασης του λατομείου (δενδροφυτεύσεις κ.α.).
Αποτελεί οξύμωρο μάλιστα ότι η σχετική αίτηση για την απόσπαση κατατέθηκε από τον Δήμο Νισύρου και όχι από την ίδια την εταιρεία, ως άμεσα ενδιαφερόμενη!  Η υπόθεση εισάγεται στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο μετά από αίτηση του Δήμου Νισύρου, ο οποίος συντάσσοντας μελέτη σε συνεργασία με την εταιρεία ΛΑΒΑ Α.Ε., μια από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο νησί, κατέληξε ότι λόγω της αιολικής διάβρωσης και της θέσης του μνημείου, η τεχνική λύση για την κατά χώραν διατήρηση του μνημείου δεν είναι «αρμόζουσα με το περιβάλλον» και ως εκ τούτου προτείνει την απόσπασή του από το περιβάλλον του και τη μεταφορά του σε άλλο σημείο κοντά στην παραλία. Ο πραγματικός λόγος της απόσπασης είναι η επέκταση της εξορυκτικής δραστηριότητας της εταιρείας ΛΑΒΑ ΑΕ, η οποία μάλιστα έχει χρηματοδοτήσει τη μελέτη και συμπεριφέρεται σαν να της ανήκει το νησί.

Η απόσπαση μνημείων από το περιβάλλον τους τα καθιστά μουσειακά αντικείμενα χωρίς φωνή, το ιστορικό αφήγημα των οποίων δεν είναι δυνατόν να αναγνωσθεί με σαφήνεια από τις νεότερες γενιές, αφού είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος αυτές που συνέβαλαν στην δημιουργία τους και την ανάπτυξή τους.
Η πολιτιστική κληρονομιά διδάσκει στις νεότερες γενιές τους λόγους για τους οποίους συγκεκριμένοι πληθυσμοί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αντιμετώπισαν τα προβλήματα που τους έθετε το περιβάλλον τους, αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε η γεωγραφική τους θέση και εκμεταλλεύθηκαν δημιουργικά και όχι καταστροφικά τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, εξασφαλίζοντας τη διαχρονική παρουσία της κοινότητας στην περιοχή παρά τις συχνά αντίξοες συνθήκες.

Το νεολιθικό κτήριο του Γυαλιού αποτελεί μοναδικό τεκμήριο τόσο για τα νεολιθικά Δωδεκάνησα όσο και για  το φυσικό περιβάλλον του νησιού, που έχει πλέον αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη σύγχρονη εξορυκτική δραστηριότητα. Η διαδικασία απόσπασης του νεολιθικού κτηρίου και μεταφοράς του σε άλλη θέση σημαίνει την καταστροφή του μνημείου, λόγω της φύσης του ευρήματος, της κλίσης του εδάφους και του τρόπου θεμελίωσής του.

Τυχόν «ανάδειξή» του σε άλλη από τη θέση του, εκτός από την οριστική απώλεια της αυθεντικότητάς του, εκθέτει το κτίσμα σε σοβαρό κίνδυνο, καθώς τα υλικά δομής του (αδροδουλεμένοι λίθοι χωρίς συνδετικό κονίαμα), η έδρασή σε διαφορετικά επίπεδα θεμελίωσης και το επίμηκες των τοίχων του, δεν εγγυώνται την ασφαλή μεταφορά του, ενώ η πληροφορία που θα μεταφέρει στους μελλοντικούς επισκέπτες θα είναι εσφαλμένη. Η προτεινόμενη τεχνική λύση, άλλωστε, μεταφοράς του δεν εξασφαλίζει την ακεραιότητα του μνημείου, το κομματιάζει και το υποβαθμίζει, ακυρώνει τις πολλαπλές αναγνώσεις του, καθώς και το γεγονός ότι αποτελεί μοναδική μαρτυρία για τον χαρακτήρα και τη σημασία του εκτεταμένου οικισμού αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος της νεολιθικής περιόδου έως τα μέσα του 20ου αι. Με την μετακίνησή του, εάν ποτέ ολοκληρωθεί, το νεολιθικό κτίριο δεν θα συνομιλεί με το αυθεντικό του τοπίο, ενώ ο διάλογος του με το Σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας στην Κέφαλο της γειτονικής Κω θα έχει χαθεί για πάντα, μαζί με την αυθεντική του θέση στο θαλάσσιο σταυροδρόμι των δρόμων του οψιανού και του νεολιθικού πολιτισμού από την χερσόνησο της Κνίδου και τα Μικρασιατικά παράλια έως τις Κυκλάδες και την Ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και το Βόρειο Αιγαίο έως την Λήμνο και την Τροία. 

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων είναι αντίθετος στην  απόσπαση του νεολιθικού κτηρίου του Γυαλιού, εφόσον η παραμονή του κατά χώραν εξασφαλίζει την βιωσιμότητά του και την προστασία του. Πρόκειται για καταστρατήγηση του αρχαιολογικού νόμου, όπου ρητά προβλέπεται πως «Η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του». Πόσο μάλλον που στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λόγος που προβάλλεται για την μετακίνηση του μνημείου είναι άλλος από τον πραγματικό: δεν είναι λόγος δημοσίου συμφέροντος η μετακίνηση για τα κέρδη μιας ιδιωτικής εταιρείας εξόρυξης!
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εκφράζει έντονη ανησυχία για την τύχη αρχιτεκτονικών λειψάνων του νεολιθικού κτηρίου στο Γυαλί εφόσον αποσπασθούν, θυμίζοντας την τύχη που είχε ο νεολιθικός/πρωτοελλαδικός οικισμός (3500-3200 π.Χ.) στον λόφο Ζαγάνι, σε εγγύτητα με το αεροδρόμιο στα Σπάτα. Εκεί, ενώ ο λόφος «ταπεινώθηκε» κατά 45 μέτρα με δικαιολογία την αποφυγή πρόκλησης προβλημάτων στις πτήσεις, ενώ στην πραγματικότητα η ταπείνωση προκρίθηκε προκειμένου να προσφέρει φτηνό υλικό για τις επιχώσεις του έργου. Τα υπολείμματα του οικισμού παραμένουν είκοσι και πλέον χρόνια σε κοντέινερ, περιμένοντας μάταια την επανατοποθέτησή τους, όπως προέβλεπαν οι συμβατικές υποχρεώσεις του εργολάβου.

Το νεολιθικό κτήριο στο Γυαλί –σε μια περιοχή εθνικά ευαίσθητη- επιβάλλεται να παραμείνει στη θέση του, σύμφωνα και με τις παλαιότερες εισηγήσεις της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων. Η πρόσφατη πρακτική του ΥΠΠΟ απόσπασης μοναδικών μνημείων με μοναδικό γνώμονα ιδιωτικά συμφέροντα, σε βάρος της αυθεντικότητάς τους και με βέβαιο κίνδυνο μη αναστρέψιμες βλάβες σε αυτά, θα βρίσκει αντίθετους όχι μόνον τους αρχαιολόγους και τους εργαζόμενους-ες στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αλλά θα έχει δυστυχώς αντίκτυπο σε διεθνές πλέον επίπεδο, όπως και στην περίπτωση της απόσπασης του Βυζαντινού Σταυροδρομίου της Θεσσαλονίκης.  

Σε κάθε περίπτωση όμως καλούμε τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, πριν τη λήψη οιασδήποτε Απόφασης για την τύχη του νεολιθικού κτηρίου, να γνωμοδοτήσουν θετικά για τη συνέχιση και την ολοκλήρωσης της ανασκαφικής έρευνας σε όλην την πλαγιά του λόφου, όπου αποδεδειγμένα συνεχίζονται τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και άλλα στοιχεία του νεολιθικού οικισμού. Διαφορετικά η αρχαιολογική κοινότητα θα βρεθεί σε μία δυσάρεστη και πρωτοφανή για τα αρχαιολογικά δεδομένα θέση.