Παρατηρήσεις Αρχαιολόγων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
επί του σχεδιαζόμενου νομοσχεδίου για τη μετατροπή
των πέντε μεγάλων Μουσείων της χώρας
σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
επί του σχεδιαζόμενου νομοσχεδίου για τη μετατροπή
των πέντε μεγάλων Μουσείων της χώρας
σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ τα Μουσεία ήταν κλειστά λόγω της πανδημίας, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο με σκοπό να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο για την μετατροπή του νομικού καθεστώτος πέντε μεγάλων κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ. Το κείμενο του νομοσχεδίου δεν δημοσιοποιήθηκε. Ωστόσο, υπήρξε μια πρωτόγνωρη αντίδραση στα διαφαινόμενα σχέδια της Υπουργού όχι μόνο από τους εργαζομένους στα Μουσεία, που απέστειλαν σχετικές επιστολές προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό ζητώντας ενημέρωση και διάλογο, αλλά και από την ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα, η οποία εκφράστηκε με ανάλογες επιστολές με εκατοντάδες υπογραφές ακαδημαϊκών και επιστημόνων και δεκάδες ψηφίσματα.
Ήδη με πρωτοβουλία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού σε εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου είχαν ψηφιστεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο δύο νομοσχέδια, ένα για ένα ΝΠΔΔ και ένα για ένα ΝΠΙΔ, η λειτουργία των οποίων παραμένει ακόμη προβληματική παρά τις εξαγγελίες. Με τον Ν.4761/2020 αναδιοργανώθηκε το ΝΠΔΔ «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» και μετονομάστηκε σε «Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων» και με τον Ν.4708/2020 ιδρύθηκε το ΝΠΙΔ «Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ» με τον διακριτικό τίτλο ΑΚΡΟΠΟΛ-ΑΚΡΟΣ».
Λίγες ημέρες πριν, εν μέσω μια νέας κρίσιμης περιόδου, που συνδυάζει πολεμικές επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκά εδάφη και άγχος για πιθανή επισιτιστική κρίση και ενώ το μέτωπο της πανδημίας παραμένει ανοιχτό, το κείμενο του Νομοσχεδίου για τη μετατροπή του νομικού καθεστώτος των Μουσείων έφτασε, όχι με επίσημο τρόπο, όπως θα ανέμενε κανείς, στα χέρια των εργαζομένων και διέρρευσε σε συγκριμένους μόνο δημοσιογράφους. Ας δούμε αναλυτικά τι περιλαμβάνει το κείμενο αυτό.
Ως προς τα οικονομικά στοιχεία των Μουσείων-ΝΠΠΔ
Η προτεινόμενη μετατροπή θα επιφέρει μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση στο Κράτος και επομένως στον φορολογούμενο. Δεδομένου ότι σχεδόν κανένα μουσείο στον κόσμο δεν λειτουργεί χωρίς κρατική οικονομική ενίσχυση, το προτεινόμενο μοντέλο λειτουργίας είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Παρατηρείται καταρχάς αύξηση του λειτουργικού κόστους κάθε μουσείου, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:
Ήδη με πρωτοβουλία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού σε εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου είχαν ψηφιστεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο δύο νομοσχέδια, ένα για ένα ΝΠΔΔ και ένα για ένα ΝΠΙΔ, η λειτουργία των οποίων παραμένει ακόμη προβληματική παρά τις εξαγγελίες. Με τον Ν.4761/2020 αναδιοργανώθηκε το ΝΠΔΔ «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» και μετονομάστηκε σε «Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων» και με τον Ν.4708/2020 ιδρύθηκε το ΝΠΙΔ «Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ» με τον διακριτικό τίτλο ΑΚΡΟΠΟΛ-ΑΚΡΟΣ».
Λίγες ημέρες πριν, εν μέσω μια νέας κρίσιμης περιόδου, που συνδυάζει πολεμικές επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκά εδάφη και άγχος για πιθανή επισιτιστική κρίση και ενώ το μέτωπο της πανδημίας παραμένει ανοιχτό, το κείμενο του Νομοσχεδίου για τη μετατροπή του νομικού καθεστώτος των Μουσείων έφτασε, όχι με επίσημο τρόπο, όπως θα ανέμενε κανείς, στα χέρια των εργαζομένων και διέρρευσε σε συγκριμένους μόνο δημοσιογράφους. Ας δούμε αναλυτικά τι περιλαμβάνει το κείμενο αυτό.
Ως προς τα οικονομικά στοιχεία των Μουσείων-ΝΠΠΔ
Η προτεινόμενη μετατροπή θα επιφέρει μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση στο Κράτος και επομένως στον φορολογούμενο. Δεδομένου ότι σχεδόν κανένα μουσείο στον κόσμο δεν λειτουργεί χωρίς κρατική οικονομική ενίσχυση, το προτεινόμενο μοντέλο λειτουργίας είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Παρατηρείται καταρχάς αύξηση του λειτουργικού κόστους κάθε μουσείου, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:
Θέσεις ΔΣ/ θέσεις ευθύνης που δημιουργούνται και επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΕΑΜ και του Έλληνα φορολογούμενου | Υφιστάμενες θέσεις ευθύνης | |
Πρόεδρος ΔΣ |
|
Πρόσθετη δαπάνη |
Αντιπρόεδρος ΔΣ |
|
Πρόσθετη δαπάνη |
Μέλη ΔΣ |
|
Πρόσθετη δαπάνη |
Γραμματέας ΔΣ |
|
Πρόσθετη δαπάνη |
Γενικός Διευθυντής |
|
Πρόσθετη δαπάνη |
5 Διευθυντές | 1 | Πρόσθετη δαπάνη κατά 4 |
10 τμηματάρχες (τουλάχιστον) | 7 | Πρόσθετη δαπάνη κατά τρεις κατ’ ελάχιστον |
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν οι δύο δικηγόροι με έμμισθη εντολή για τη στελέχωση του αυτοτελούς γραφείου Νομικής Υποστήριξης (άρθρο 10, παρ. 1β). Με μία πρόχειρη εκτίμηση, μόνο τα έξοδα μισθοδοσίας των προσώπων που θα καλύψουν τις νέες θέσεις ευθύνης, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων, εξόδων παραστάσεων κλπ. θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά 100.000 € για κάθε μουσείο (ήτοι το λιγότερο 500.000 € για τα πέντε μεγάλα μουσεία). Το παράδειγμα μεγάλου μουσείου του εξωτερικού, το οποίο, σύμφωνα με δημοσιεύματα, εξέτασε το ενδεχόμενο να πωλήσει μέρος των Συλλογών του για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, θα πρέπει να είναι αποτρεπτικό.
Επιπλέον, δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των Μουσείων, ενώ δεν προβλέπεται η ένταξή τους στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, που εξασφαλίζει στο διηνεκές την οικονομική τους υποστήριξη από τον προϋπολογισμό του ΥΠ.ΠΟ.Α.
Στο ίδιο πλαίσιο, δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά στην εφαρμογή του Δημοσίου Λογιστικού, που εξασφαλίζει τη διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων του Μουσείου.
Τέλος, παραμένει ασαφής η διαχείριση των πωλητηρίων και αναψυκτηρίων των μουσείων, την οποία σήμερα έχει ο ΟΔΑΠ. Θα είναι πραγματικά οξύμωρο εάν έκαστο μουσείο κληθεί μελλοντικά να απολογηθεί για δυσλειτουργίες και αγκυλώσεις, όπως για παράδειγμα το κλείσιμο πωλητηρίων λόγω έλλειψης προσωπικού, τις οποίες ήδη αντιμετωπίζει ένα άλλο ΝΠΔΔ, ο ΟΔΑΠ.
Ως προς τις προσφερόμενες στο κοινό υπηρεσίες
Με την κατάργηση των κρατικών μουσείων, οι πολίτες θα στερηθούν της δωρεάν πρόσβασης σε περιοδικές εκθέσεις, θεματικές ξεναγήσεις αρχαιολόγων, εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες εκδηλώσεις, για τα οποία, σύμφωνα με το νομοσχέδιο (άρθρα 3 παρ. α και β) θα απαιτείται στο εξής επιπλέον εισιτήριο. Με το ισχύον καθεστώς, όλα τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο εισιτήριο, στην ουσία δηλαδή προσφέρονται χωρίς επιπλέον αντίτιμο.
Δεν διευκρινίζεται ποια θα είναι η πολιτική καθορισμού του αντίτιμου εισιτηρίου, τουναντίον, βάσει του άρθρου 7 παρ. 2γ, παρέχεται η δυνατότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο να καθορίζει τον αριθμό των ημερών ελευθέρας εισόδου, χωρίς να ακολουθεί την ενιαία πολιτική που εφαρμόζεται σε όλα τα κρατικά μουσεία. Μία οικογένεια θα πρέπει, επομένως, να πληρώσει αδρά την επίσκεψή της στο μουσείο για να γνωρίσει τους πολιτιστικούς μας θησαυρούς.
Περιλαμβάνονται διατάξεις για την πραγματοποίηση επί πληρωμή εκδηλώσεων, οι οποίες δεν απευθύνονται σε όλους τους πολίτες (άρθρο 3.2). Ενισχύεται έτσι η τάση εμπορευματοποίησής τους μέσω της ετεροβαρούς προβολής δευτερευουσών υπηρεσιών και υποβαθμίζεται ο ρόλος των Μουσείων, αλλά και ο πρωταρχικός τους προορισμός, όπως αυτός περιγράφεται και στα κείμενα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), ως ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού, ανοιχτού στο κοινό, στην υπηρεσία της κοινωνίας, ο οποίος προσφέρει εκπαιδευτικές και γνωσιακές εμπειρίες, προωθώντας την ισότιμη πρόσβαση κλπ. Σημειώνεται ότι η θεσμοθέτηση της λειτουργίας του Μουσείου ως πολιτιστικού κέντρου για την πραγματοποίηση διαφόρων εκδηλώσεων επί πληρωμή, οι οποίες δύναται να μην συνάδουν με το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα του, είναι μία προοπτική που είχε καταδικαστεί από 474 εξέχουσες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με τέτοιες πρακτικές πώς εξασφαλίζεται η επαγγελλόμενη εξωστρέφεια των Μουσείων και η διάδρασή τους με την κοινωνία των πολιτών; Στο ίδιο πλαίσιο προκύπτουν ερωτήματα ως προς την εκπλήρωση του σκοπού των Μουσείων, η οποία προβλέπεται μεταξύ άλλων, «…μέσω ιδίως, των παραστατικών τεχνών, …» (άρθρο 2.ια΄), δηλαδή μέσω παραστάσεων θεάτρου, μουσικών και χορευτικών εκδηλώσεων.
Ως προς την προστασία των αρχαιοτήτων και την έρευνα
Επιτρέπεται η μακροχρόνια εξαγωγή αρχαιοτήτων από τη χώρα μας σε άλλες χώρες, μέσω της ίδρυσης παραρτημάτων στο εξωτερικό, τα οποία θα λειτουργούν υπό το νομικό καθεστώς της χώρας υποδοχής (άρθρο 2.ιβ). Συνέπειες της εν λόγω εξαγωγής θα είναι όχι μόνο η διάσπαση της ακεραιότητας αρχαιολογικών συνόλων, αλλά και η για δεκαετίες απουσία τους από τη χώρα, τη στιγμή που το πολιτιστικό απόθεμα της Ελλάδας αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ελληνικού τουρισμού.
Υποβιβάζεται ο ρόλος της ασφάλειας των αρχαιοτήτων, καθώς δεν προβλέπεται Διεύθυνση με σχετικές αρμοδιότητες, γεγονός που δυνητικά ανοίγει τον δρόμο για την ανάθεση της φύλαξης σημαντικότατων εθνικών θησαυρών σε ιδιωτικές εταιρείες.
Υποβιβάζεται η επιστημονική ερευνητική δράση των μουσείων, καθώς δεν εξασφαλίζεται η διευκόλυνση του έργου των μελετητών ερευνητών, που σήμερα αποτελεί βασικό τμήμα του έργου τους, γεγονός που τα έχει καταστήσει διεθνώς σημαντικά ερευνητικά κέντρα (άρθρο 2).
Υποβιβάζεται ο ρόλος της συντήρησης των αρχαιοτήτων, που αποτελεί τη βασικότερη υποχρέωση για την προστασία και την εσαεί διαφύλαξή τους, γεγονός που αντίκειται στη σύγχρονη διεθνή πρακτική, αλλά και των ίδιων των συντηρητών αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, οι οποίοι βρίσκονται από τον 19ο αιώνα στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας του πεδίου τους διεθνώς και απολαμβάνουν τεράστιας εκτίμησης στο εξωτερικό ως και σήμερα.
Τα μουσεία αποκόπτονται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που τόσα χρόνια διασφάλιζε τη στελέχωση τους με έμπειρο και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και την οποία, αμφίδρομα, τα μεγάλα Μουσεία τροφοδοτούσαν με την τεχνογνωσία και την υψηλή εξειδίκευσή τους, πρωτίστως σε θέματα συντήρησης, αρχαιομετρίας και αρχαιολογικής έρευνας. Ιδιαίτερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, πρωτοστατούσε ανέκαθεν, στα 150 χρόνια της λειτουργίας του, στους τομείς αυτούς και συνέτρεχε πολύπλευρα, με την αποστολή προσωπικού (συντηρητών, εκμαγέων, γλυπτών κτλ.) άλλες Υπηρεσίες ή με την υποδοχή αρχαιοτήτων για εργασίες συντήρησης και αρχαιομετρίας, ενώ έχει παγιωθεί ο προεξάρχων ρόλος του στη συνδιοργάνωση περιοδικών εκθέσεων, στη συμμετοχή σε εκτιμητικές επιτροπές, στην τεκμηρίωση των αρχαιοτήτων κ.ά.
Υποβιβάζεται ο παιδευτικός ρόλος των Μουσείων, καθώς δεν προβλέπεται η πρακτική άσκηση - εκπαίδευση φοιτητών συντήρησης, αρχαιολογίας και λοιπών συναφών ειδικοτήτων. Καταλύεται, επομένως, η στενή σχέση των μεγάλων αρχαιολογικών μουσείων της χώρας με τα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και διακόπτεται η παροχή εξειδικευμένης εμπειρίας στους μελλοντικούς επιστήμονες.
Ως προς τις αλλαγές του μοντέλου διοίκησης
Το προτεινόμενο διοικητικό σχήμα θα λειτουργεί με περισσότερη γραφειοκρατία, καθώς δημιουργούνται επιπλέον βαθμίδες ιεραρχίας (Υπάλληλος - Τμηματάρχης, Διευθυντής - Γενικός Διευθυντής - Διοικητικό Συμβούλιο / Πρόεδρος) (Άρθρο 5), αντί του υφισταμένου σχήματος, στο οποίο υπάρχουν μόνο τρεις ιεραρχικές βαθμίδες (Υπάλληλος, Τμηματάρχης, Διευθυντής). Άγνωστη παραμένει η διάρθρωση των Τμημάτων. Είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε Μουσείου, αντιθέτως, έχει ως πρότυπο τον ιδρυτικό Νόμο και τον Οργανισμό ενός πολύ ειδικού μουσείου, εκείνου του Μουσείου Ακρόπολης.
Ο διοικητικός εναγκαλισμός με το Κράτος όχι μόνο δεν θα πάψει, αλλά θα είναι ασφυκτικότερος, διότι οι διορισμοί του Διοικητικού Συμβουλίου και του Γενικού Διευθυντή θα φέρουν αποκλειστικά πολιτική σφραγίδα, αυτή του εκάστοτε Υπουργού Πολιτισμού και δι’ αυτού της εκάστοτε Κυβέρνησης. Ενδεικτικός αυτού του εναγκαλισμού είναι ο προτεινόμενος τρόπος λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος προβλέπει παράδοξες πρακτικές, όπως η αναπλήρωση του Προέδρου, όχι από τον Αντιπρόεδρο, αλλά από μέλος, με ταυτόχρονη καταβολή σε αυτό της προεδρικής αποζημίωσης (άρθρο 5.5-7). Επιπρόσθετα, τα κωλύματα για τον διορισμό μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου περιορίζονται αποκλειστικά σε παραβάσεις σχετιζόμενες με την προστασία των αρχαιοτήτων, ενώ αγνοούνται άλλες ουσιώδεις, όπως η φοροδιαφυγή, η πλαστογραφία κ.λπ.
Στη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εξασφαλίζεται η εκ της θέσεως (ex officio) συμμετοχή μελών, όπως του Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων, ενός Διευθυντή Αρχαιοτήτων, ενός εκπροσώπου των εργαζομένων ή των Φίλων του Μουσείου. Στο Διοικητικό Συμβούλιο θεωρητικά μπορεί να μην συμμετέχει κανείς αρχαιολόγος, παρόλο που και τα πέντε Μουσεία είναι αρχαιολογικά.
Στα προσόντα για τη θέση του Γενικού Διευθυντή εκάστου Αρχαιολογικού Μουσείου δεν αναφέρεται ρητά η κατοχή διδακτορικού διπλώματος στην Αρχαιολογία.
Χρησιμοποιούνται μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου και του ορισμού του Γενικού Διευθυντή, οι οποίες παρέλκουν για εν λειτουργία οργανισμούς, όπως είναι τα πέντε μεγάλα Μουσεία της χώρας. Ποιος ο λόγος της ύπαρξής τους;
Τέλος, παραμένουν ασαφή τα κριτήρια με τα οποία θα γίνει η ανακατανομή των οργανικών θέσεων του προσωπικού των Μουσείων και αν θα ζητηθεί η σύμφωνη γνώμη του εν λόγω προσωπικού ως προς την ανακατανομή (άρθρο 14, 4).
Στο όνομα της προστασίας των αρχαιοτήτων και των Ελλήνων φορολογουμένων ζητούμε:
- Να μην αποκλεισθούν οι αρχαιολογικές συλλογές, τόσο των μουσείων όσο και των Εφορειών Αρχαιοτήτων, από τα οφέλη και την ευθύνη μιας κοινής διαχείρισης. Να εξαντληθούν οι δυνατότητες που δίνει το ισχύον νομικό/διοικητικό πλαίσιο και να διερευνηθεί η αναβάθμιση των κρατικών Μουσείων εντός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την οποία άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, γεγονός που θα εξασφαλίσει αυτοτέλεια και διαφάνεια και θα δώσει νέα ώθηση στα μεγαλύτερα μουσεία της Ελλάδας.
- Να πραγματοποιηθεί ευρύς διάλογος που θα αφορά στη συνολική μουσειακή πολιτική της χώρας χωρίς ενέργειες και κείμενα που συντάσσονται και διακινούνται ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ. Μία τέτοια ευρεία αλλαγή απαιτεί τεκμηριωμένη διαβούλευση, περίσκεψη και υψηλό αίσθημα ευθύνης, προκειμένου να μην απαξιωθεί ο εθνικός μας πλούτος.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
ΑΒΡΟΝΙΔΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΑΠΦΩ
ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΒΟΥΤΣΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗ ΑΡΓΥΡΩ
ΙΓΝΑΤΙΑΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΛΩΝΙΖΑΚΗ ΑΡΙΑΔΝΗ
ΚΟΥΤΣΙΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΕΛΕΝΗ
ΛΕΚΑ ΕΥΡΥΔΙΚΗ-ΕΥΔΟΚΙΑ
ΜΑΝΤΕΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΜΗΤΡΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ
ΝΙΚΟΛΕΝΤΖΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΦΗ
ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΣΑ ΝΟΜΙΚΗ
ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΕΥΑΝΘΙΑ
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΣΕΛΕΚΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΤΕΡΖΟΥΔΗ ΜΑΡΙΑ
ΤΟΛΙΑ-ΧΡΙΣΤΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΤΣΟΥΛΗ ΧΡΥΣΑΝΘΗ
ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΧΙΔΙΡΟΓΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Διαμαρτυρόμαστε για το εξαγγελθέν νομοσχέδιο που προβλέπει τη μετατροπή των πέντε μεγάλων Κρατικών Μουσείων της Ελλάδας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Σε όλα τα άρθρα που αναφέρονται στον ρόλο και τους σκοπούς των πέντε Μουσείων-ΝΠΔΔ ουσιαστικά παρατίθενται οι ευσεβείς πόθοι ως προς τη μελλοντική μουσειολογική, αρχιτεκτονική και υλικοτεχνική υποδομή και επέκταση, τη στρατηγική εξόδου στην κοινωνία, στον παιδευτικό ρόλο και σκοπό του Μουσείου. Πουθενά δεν εξετάζεται η τωρινή κατάσταση των μουσείων σε αυτούς τους τομείς, οι ελλείψεις και τα κενά, όπως αποσιωπούνται και οι φουσκωμένοι προϋπολογισμοί που θα δημιουργήσουν τα κόστη των «πρωτοπόρων» στοχοθεσιών, ανέφικτων υπό τις ελλειματικές παρούσες συνθήκες λειτουργίας των ιδρυμάτων. Στοχοθεσίες τις οποίες βέβαια καλή τη πίστει μπορεί κανείς να δεχτεί ως θεμιτές και αναγκαίες, αν και δεν διαφέρουν διόλου απ’ όσες για δεκαετίες ήταν στα ζητούμενα των μουσείων της χώρας και ΔΕΝ υλοποιήθηκαν, όχι γιατί εμπόδιζε το τωρινό νομικό καθεστώς, αλλά η μονίμως επικαλούμενη οικονομική δυσπραγία και η ουσιαστική απροθυμία για επενδύσεις στον πολιτιστικό τομέα, η σταδιακή απαξίωση των κλειστών αιθουσών, η έλλειψη στελέχωσης, η δυσκαμψία σε ερευνητικά προγράμματα και εκθέσεις, και άλλα πολλά και γνωστά.
Σ' αυτό το πλαίσιο άρθρα που προβλέπουν παραρτήματα στο εξωτερικό ή συγκρότηση συλλογών τέχνης κρίνονται ως πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού, για να μην πούμε ως αφελή όνειρα, τη στιγμή που ουσιώδη προβλήματα λειτουργίας, υλικοτεχνικής υποστήριξης, η απουσία ειδικευμένου προσωπικού και η συνακόλουθη επέκταση δραστηριοτήτων των Μουσείων παραπέμπονταν στις καλένδες ελλείψει χρημάτων.
Οι προβλεπόμενες πηγές εσόδων είναι επισφαλείς, ασταθείς και εξαρτημένες από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού εντέλει. Οι φιλοδοξίες της όλης παλέτας (το μουσείο ως ερευνητικό, παιδευτικό και μουσειακό κέντρο) λοιπόν επιστρέφουν στο επίπεδο του θεωρητικού και προσδοκώμενου, αλλά όχι του ρεαλιστικού. Κι αν οι σκοπούμενες δραστηριότητες είναι ελαστικές οι εργαζόμενοι δεν μπορεί να προσλαμβάνονται/απολύονται στα πολυώνυμα τμήματα κατά το ρευστό ετήσιο τουριστικό ρεύμα ή το ευπώλητο των εκδόσεων και των αντιγράφων.
Η συμμετοχή των υπαλλήλων του ΥΠΠΟ στα διοικητικά όργανα περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατόν, σχεδόν τιμωρητικά. Οι κλάδοι που μόχθησαν για να στηθούν οι υφιστάμενες μουσειακές εκθέσεις θα βρεθούν στο περιθώριο, ενώ τις αποφάσεις θα λαμβάνουν άνθρωποι ξένοι προς τα μουσειακά εκθέματα και αποθέματα, συνακόλουθα χωρίς εικόνα των δυνατοτήτων αξιοποίησής τους και θα κατέχουν τις θέσεις μόνο γιατί ανήκουν σε ένα νεφελωδώς οριζόμενο " κοινωνικό χώρο" ή στον "επαγγελματικό χώρο" του πολιτισμού.
Στην πράξη σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε εκλεκτός της κεντρικής διοίκησης θα μπορεί να οριστεί μέλος του Δ.Σ. χωρίς να κρίνεται με κάποιο διαφανή τρόπο, την ώρα που η ατμομηχανή του Υπουργείου, οι εργαζόμενοί του, μετατρέπονται σε κομπάρσους της μουσειακής πολιτικής.
Σημαία της μετατροπής είναι η απαλλαγή των Μουσείων από τη γραφειοκρατία, ωσάν αυτή να επιβλήθηκε από κάποιον τρίτο, όχι από την προϊσταμένη αρχή δηλαδή το ίδιο το ΥΠΠΟ. Ο τρώσας ιάσεται. Η γραφειοκρατία γεννιέται από το διοικητικό κέντρο, όχι από τις περιφερειακές μονάδες. Το κέντρο λοιπόν μπορεί και πρέπει να την περιορίσει.
Για την αυτονόμηση και τη συνακόλουθη ευελιξία ως σκοπούμενο του νομοθετήματος υιοθετείται ένα εντελώς δύσκαμπτο και χρονοβόρο, άρα αναποτελεσματικό σχήμα διοίκησης, το οποίο αφού προκαλέσει μια οργανωτική αναστάτωση χρόνων στα μουσεία, απαιτώντας εξοικείωση και προσαρμογή, προσδοκάται να αποδώσει καρπούς προσαρμοσμένους στο μουσειολογικό όραμα «προσωπικοτήτων του κοινωνικού και πολιτιστικού χώρου» στο πλαίσιο ενός ανύπαρκτου οργανογράμματος λειτουργίας. Συγχρόνως θα πρέπει τα μουσεία να αποκτήσουν νέο προσωπικό, να δραστηριοποιούνται εξωστρεφώς, να παράγουν επιστημονικό-ερευνητικό έργο και να καλύψουν τα κενά δεκαετιών στον τομέα της τεκμηρίωσης και μελέτης, χωρίς να λησμονούμε τον καθημερινό φόρτο που δημιουργεί η εξυπηρέτηση ερευνητών, εκδοτών και απλών πολιτών. Επειδή όμως καμιά στρατειά εργαζομένων δεν πρόκειται να προσληφθεί, είναι προφανές ότι τα μουσεία θα καταλήξουν υποχρεωτικά να υλοποιούν τα ελάχιστα των υποτιθέμενων στόχων τους σε ορισμένους και μόνο τομείς, τους λιγότερο δαπανηρούς, τους λιγότερο απαιτητικούς σε εργατοώρες, τους πιο «προσοδοφόρους», ώστε οι θεαματικές και επαινετέες ερευνητικές, μελετητικές και εκπαιδευτικές προθέσεις του νομοσχεδίου να καταντήσουν στην πράξη ανέφικτες πολυτέλειες.
Με βάση τα παραπάνω και όσα άλλα ήδη γράφτηκαν η μετατροπή των Μουσείων εμφανίζεται εντελώς προσχηματική κίνηση, χωρίς κανένα όφελος, επιστημονικό, οικονομικό ή άλλο. Θα ήταν πολύ απλούστερο να προχωρήσει το ΥΠΠΟΑ σε βελτιωτικές κινήσεις στο υφιστάμενο καθεστώς, στην προικοδότηση των Μουσείων με τις δυνατότητες και την ευελιξία, τις οποίες υπόσχεται για τα ΝΠΔΔ, αντί να τα διαλύσει για να τα ξαναχτίσει με στρεβλά σχέδια, λάθος υλικά και σαθρά θεμέλια.
Επισημαίνουμε ότι τα νέα Ν.Π.Δ.Δ. δεν είναι περισσότερο ευέλικτα και αυτόνομα σε σχέση με τις ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, καθώς για όλες τις δράσεις τους απαιτείται έγκριση από το Δ.Σ. που συνεδριάζει μία φορά το μήνα. Ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες αφού δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει άμεσες αποφάσεις, ακόμα και για απλά ζητήματα λειτουργίας του Μουσείου. Με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της λειτουργίας των Δημόσιων Μουσείων μεταβιβάζονται συγκεκριμένες αρμοδιότητες στους Προϊσταμένους Διεύθυνσης που διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοικητικής ιεραρχίας. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι Γενικοί Διευθυντές δεν εισηγούνται οι ίδιοι τα θέματα του Μουσείου κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ., αλλά μέλη του Δ.Σ. που ορίζονται εισηγητές από τον Πρόεδρο. Οι Γενικοί Διευθυντές, οι οποίοι προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο τα θέματα του Μουσείου, δεν παρίστανται καν στη συνεδρίαση του Δ.Σ., γεγονός που δημιουργεί ανασφάλειες ως προς την ορθότητα των αποφάσεων που θα κληθούν να εκτελέσουν. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να δοθούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες στους Γενικούς Διευθυντές και στους Διευθυντές των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς επίσης να θεσπιστεί η παρουσία του Γενικού Διευθυντή στη συνεδρίαση του Δ.Σ. για την εισήγηση των θεμάτων του Μουσείου. Θεωρούμε επίσης αναγκαίο να συμμετέχει στο Δ.Σ. εκπρόσωπος των εργαζομένων από το Μουσείο.
Όσον αφορά στην αυτονομία των Ν.Π.Δ.Δ., στην ουσία δεν διασφαλίζεται αφού η πολιτική των νέων Μουσείων θα εναρμονίζεται πλήρως με τη γενικότερη πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως ρητά αναφέρεται στο σχέδιο νόμου. Είναι αυτονόητο ότι τα νέα Μουσεία οφείλουν να λειτουργούν στο πλαίσιο της νομιμότητας, σύμφωνα με τους νόμους τους ελληνικού κράτους και ενδεχομένως να συμβαδίζουν με την κοινωνική πραγματικότητα, η αυτοδιάθεσή τους ωστόσο, ιδίως στην επιλογή των συνεργασιών τους, δεν μπορεί να περιορίζεται στο βαθμό που να καταργείται.
Στην περίπτωση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου οι διαθέσιμοι χώροι δεν επαρκούν ούτε κατ’ελάχιστον για την υποστήριξη όλων των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στο σχέδιο νόμου. Ήδη υπάρχει σοβαρό πρόβλημα χώρου, τόσο για τη στέγαση του υφιστάμενου προσωπικού, όσο και για την υλοποίηση ποικίλων δράσεων. Στο νέο Μουσείο που θα λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το προσωπικό θα είναι πολλαπλάσιο και θα απαιτηθούν επιπλέον χώροι για τα νέα όργανα Διοίκησης (Πρόεδρο του Δ.Σ., Γενικό Διευθυντή), αλλά και νέοι εκθεσιακοί χώροι για τη Συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης, η οποία προβλέπεται στο νομοσχέδιο. Δεν υπάρχουν επίσης αμφιθέατρο, υποδομές εστιατορίου, αλλά και χώρος στάθμευσης, ενώ ο εσωτερικός χώρος του κυλικείου και το πωλητήριο δεν ανταποκρίνονται, ως προς την έκταση, στο μεγαλεπήβολο σχεδιασμό του Ν.Π.Δ.Δ. Η κατάργηση του κτηρίου Β στον αύλειο χώρο του Μουσείου κατά την ανακαίνιση-επέκταση του κτηριακού συγκροτήματος, στέρησε από αυτό ζωτικούς χώρους για την εύρυθμη λειτουργία του. Πιθανή επίλυση του προβλήματος με ενοικίαση χώρων θα επιβάρυνε σημαντικά τον προϋπολογισμό του Μουσείου με άμεσες συνέπειες στην ελεύθερη πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις ποικίλες μουσειακές εκπαιδευτικές δράσεις.
Κάθετη είναι η διαφωνία μας και με το ομιχλώδες τοπίο της διαχείρισης του υφιστάμενου προσωπικού που υπηρετεί στα πέντε μεγάλα Μουσεία. Σε κάθε περίπτωση, είτε επιθυμεί να παραμείνει, είτε επιθυμεί να φύγει, είναι εγκλωβισμένο στο Μουσείο για 3+1 χρόνια. Για ποιο λόγο επομένως να δηλώσει από τώρα αν θα μείνει ή αν θα φύγει, και να μην πάρει τη σχετική απόφαση μετά από τέσσερα χρόνια; Πώς μπορεί να επιλέξει όταν δεν υπάρχει το οργανόγραμμα; Χωρίς το οργανόγραμμα δεν είναι σαφή τα καθήκοντα που θα κληθεί να αναλάβει ο καθένας από εμάς στο πλαίσιο της καθημερινότητας του Μουσείου. Επιπλέον, αναφορικά με το προσωπικό που θα θελήσει να αποχωρήσει, είναι σίγουρο ότι μετά από 4 χρόνια θα υπάρχουν στο Υπουργείο Πολιτισμού διαθέσιμες οργανικές θέσεις αντίστοιχης ειδικότητας στην ίδια πόλη; Δεν είναι αρκετά πιθανό οι οργανικές θέσεις των Δημόσιων Μουσείων που θα έχουν αναδιανεμηθεί στις Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, να έχουν πληρωθεί μετά από 4 χρόνια; Πού θα εργαστεί το προσωπικό που θέλει να αποχωρήσει, θα υποχρεωθεί να μετακινηθεί ανά την Ελλάδα, με άμεσες επιπτώσεις στην οικογενειακή του κατάσταση; Ποιο είναι το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς; Ποιος θα καθορίσει το μισθολόγιο του προσωπικού;
Τέλος, τίθενται τα εξής ειδικότερα ζητήματα:
Σε όλα τα άρθρα που αναφέρονται στον ρόλο και τους σκοπούς των πέντε Μουσείων-ΝΠΔΔ ουσιαστικά παρατίθενται οι ευσεβείς πόθοι ως προς τη μελλοντική μουσειολογική, αρχιτεκτονική και υλικοτεχνική υποδομή και επέκταση, τη στρατηγική εξόδου στην κοινωνία, στον παιδευτικό ρόλο και σκοπό του Μουσείου. Πουθενά δεν εξετάζεται η τωρινή κατάσταση των μουσείων σε αυτούς τους τομείς, οι ελλείψεις και τα κενά, όπως αποσιωπούνται και οι φουσκωμένοι προϋπολογισμοί που θα δημιουργήσουν τα κόστη των «πρωτοπόρων» στοχοθεσιών, ανέφικτων υπό τις ελλειματικές παρούσες συνθήκες λειτουργίας των ιδρυμάτων. Στοχοθεσίες τις οποίες βέβαια καλή τη πίστει μπορεί κανείς να δεχτεί ως θεμιτές και αναγκαίες, αν και δεν διαφέρουν διόλου απ’ όσες για δεκαετίες ήταν στα ζητούμενα των μουσείων της χώρας και ΔΕΝ υλοποιήθηκαν, όχι γιατί εμπόδιζε το τωρινό νομικό καθεστώς, αλλά η μονίμως επικαλούμενη οικονομική δυσπραγία και η ουσιαστική απροθυμία για επενδύσεις στον πολιτιστικό τομέα, η σταδιακή απαξίωση των κλειστών αιθουσών, η έλλειψη στελέχωσης, η δυσκαμψία σε ερευνητικά προγράμματα και εκθέσεις, και άλλα πολλά και γνωστά.
Σ' αυτό το πλαίσιο άρθρα που προβλέπουν παραρτήματα στο εξωτερικό ή συγκρότηση συλλογών τέχνης κρίνονται ως πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού, για να μην πούμε ως αφελή όνειρα, τη στιγμή που ουσιώδη προβλήματα λειτουργίας, υλικοτεχνικής υποστήριξης, η απουσία ειδικευμένου προσωπικού και η συνακόλουθη επέκταση δραστηριοτήτων των Μουσείων παραπέμπονταν στις καλένδες ελλείψει χρημάτων.
Οι προβλεπόμενες πηγές εσόδων είναι επισφαλείς, ασταθείς και εξαρτημένες από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού εντέλει. Οι φιλοδοξίες της όλης παλέτας (το μουσείο ως ερευνητικό, παιδευτικό και μουσειακό κέντρο) λοιπόν επιστρέφουν στο επίπεδο του θεωρητικού και προσδοκώμενου, αλλά όχι του ρεαλιστικού. Κι αν οι σκοπούμενες δραστηριότητες είναι ελαστικές οι εργαζόμενοι δεν μπορεί να προσλαμβάνονται/απολύονται στα πολυώνυμα τμήματα κατά το ρευστό ετήσιο τουριστικό ρεύμα ή το ευπώλητο των εκδόσεων και των αντιγράφων.
Η συμμετοχή των υπαλλήλων του ΥΠΠΟ στα διοικητικά όργανα περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατόν, σχεδόν τιμωρητικά. Οι κλάδοι που μόχθησαν για να στηθούν οι υφιστάμενες μουσειακές εκθέσεις θα βρεθούν στο περιθώριο, ενώ τις αποφάσεις θα λαμβάνουν άνθρωποι ξένοι προς τα μουσειακά εκθέματα και αποθέματα, συνακόλουθα χωρίς εικόνα των δυνατοτήτων αξιοποίησής τους και θα κατέχουν τις θέσεις μόνο γιατί ανήκουν σε ένα νεφελωδώς οριζόμενο " κοινωνικό χώρο" ή στον "επαγγελματικό χώρο" του πολιτισμού.
Στην πράξη σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε εκλεκτός της κεντρικής διοίκησης θα μπορεί να οριστεί μέλος του Δ.Σ. χωρίς να κρίνεται με κάποιο διαφανή τρόπο, την ώρα που η ατμομηχανή του Υπουργείου, οι εργαζόμενοί του, μετατρέπονται σε κομπάρσους της μουσειακής πολιτικής.
Σημαία της μετατροπής είναι η απαλλαγή των Μουσείων από τη γραφειοκρατία, ωσάν αυτή να επιβλήθηκε από κάποιον τρίτο, όχι από την προϊσταμένη αρχή δηλαδή το ίδιο το ΥΠΠΟ. Ο τρώσας ιάσεται. Η γραφειοκρατία γεννιέται από το διοικητικό κέντρο, όχι από τις περιφερειακές μονάδες. Το κέντρο λοιπόν μπορεί και πρέπει να την περιορίσει.
Για την αυτονόμηση και τη συνακόλουθη ευελιξία ως σκοπούμενο του νομοθετήματος υιοθετείται ένα εντελώς δύσκαμπτο και χρονοβόρο, άρα αναποτελεσματικό σχήμα διοίκησης, το οποίο αφού προκαλέσει μια οργανωτική αναστάτωση χρόνων στα μουσεία, απαιτώντας εξοικείωση και προσαρμογή, προσδοκάται να αποδώσει καρπούς προσαρμοσμένους στο μουσειολογικό όραμα «προσωπικοτήτων του κοινωνικού και πολιτιστικού χώρου» στο πλαίσιο ενός ανύπαρκτου οργανογράμματος λειτουργίας. Συγχρόνως θα πρέπει τα μουσεία να αποκτήσουν νέο προσωπικό, να δραστηριοποιούνται εξωστρεφώς, να παράγουν επιστημονικό-ερευνητικό έργο και να καλύψουν τα κενά δεκαετιών στον τομέα της τεκμηρίωσης και μελέτης, χωρίς να λησμονούμε τον καθημερινό φόρτο που δημιουργεί η εξυπηρέτηση ερευνητών, εκδοτών και απλών πολιτών. Επειδή όμως καμιά στρατειά εργαζομένων δεν πρόκειται να προσληφθεί, είναι προφανές ότι τα μουσεία θα καταλήξουν υποχρεωτικά να υλοποιούν τα ελάχιστα των υποτιθέμενων στόχων τους σε ορισμένους και μόνο τομείς, τους λιγότερο δαπανηρούς, τους λιγότερο απαιτητικούς σε εργατοώρες, τους πιο «προσοδοφόρους», ώστε οι θεαματικές και επαινετέες ερευνητικές, μελετητικές και εκπαιδευτικές προθέσεις του νομοσχεδίου να καταντήσουν στην πράξη ανέφικτες πολυτέλειες.
Με βάση τα παραπάνω και όσα άλλα ήδη γράφτηκαν η μετατροπή των Μουσείων εμφανίζεται εντελώς προσχηματική κίνηση, χωρίς κανένα όφελος, επιστημονικό, οικονομικό ή άλλο. Θα ήταν πολύ απλούστερο να προχωρήσει το ΥΠΠΟΑ σε βελτιωτικές κινήσεις στο υφιστάμενο καθεστώς, στην προικοδότηση των Μουσείων με τις δυνατότητες και την ευελιξία, τις οποίες υπόσχεται για τα ΝΠΔΔ, αντί να τα διαλύσει για να τα ξαναχτίσει με στρεβλά σχέδια, λάθος υλικά και σαθρά θεμέλια.
Επισημαίνουμε ότι τα νέα Ν.Π.Δ.Δ. δεν είναι περισσότερο ευέλικτα και αυτόνομα σε σχέση με τις ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, καθώς για όλες τις δράσεις τους απαιτείται έγκριση από το Δ.Σ. που συνεδριάζει μία φορά το μήνα. Ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες αφού δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει άμεσες αποφάσεις, ακόμα και για απλά ζητήματα λειτουργίας του Μουσείου. Με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της λειτουργίας των Δημόσιων Μουσείων μεταβιβάζονται συγκεκριμένες αρμοδιότητες στους Προϊσταμένους Διεύθυνσης που διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοικητικής ιεραρχίας. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι Γενικοί Διευθυντές δεν εισηγούνται οι ίδιοι τα θέματα του Μουσείου κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ., αλλά μέλη του Δ.Σ. που ορίζονται εισηγητές από τον Πρόεδρο. Οι Γενικοί Διευθυντές, οι οποίοι προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο τα θέματα του Μουσείου, δεν παρίστανται καν στη συνεδρίαση του Δ.Σ., γεγονός που δημιουργεί ανασφάλειες ως προς την ορθότητα των αποφάσεων που θα κληθούν να εκτελέσουν. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να δοθούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες στους Γενικούς Διευθυντές και στους Διευθυντές των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς επίσης να θεσπιστεί η παρουσία του Γενικού Διευθυντή στη συνεδρίαση του Δ.Σ. για την εισήγηση των θεμάτων του Μουσείου. Θεωρούμε επίσης αναγκαίο να συμμετέχει στο Δ.Σ. εκπρόσωπος των εργαζομένων από το Μουσείο.
Όσον αφορά στην αυτονομία των Ν.Π.Δ.Δ., στην ουσία δεν διασφαλίζεται αφού η πολιτική των νέων Μουσείων θα εναρμονίζεται πλήρως με τη γενικότερη πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως ρητά αναφέρεται στο σχέδιο νόμου. Είναι αυτονόητο ότι τα νέα Μουσεία οφείλουν να λειτουργούν στο πλαίσιο της νομιμότητας, σύμφωνα με τους νόμους τους ελληνικού κράτους και ενδεχομένως να συμβαδίζουν με την κοινωνική πραγματικότητα, η αυτοδιάθεσή τους ωστόσο, ιδίως στην επιλογή των συνεργασιών τους, δεν μπορεί να περιορίζεται στο βαθμό που να καταργείται.
Στην περίπτωση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου οι διαθέσιμοι χώροι δεν επαρκούν ούτε κατ’ελάχιστον για την υποστήριξη όλων των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στο σχέδιο νόμου. Ήδη υπάρχει σοβαρό πρόβλημα χώρου, τόσο για τη στέγαση του υφιστάμενου προσωπικού, όσο και για την υλοποίηση ποικίλων δράσεων. Στο νέο Μουσείο που θα λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το προσωπικό θα είναι πολλαπλάσιο και θα απαιτηθούν επιπλέον χώροι για τα νέα όργανα Διοίκησης (Πρόεδρο του Δ.Σ., Γενικό Διευθυντή), αλλά και νέοι εκθεσιακοί χώροι για τη Συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης, η οποία προβλέπεται στο νομοσχέδιο. Δεν υπάρχουν επίσης αμφιθέατρο, υποδομές εστιατορίου, αλλά και χώρος στάθμευσης, ενώ ο εσωτερικός χώρος του κυλικείου και το πωλητήριο δεν ανταποκρίνονται, ως προς την έκταση, στο μεγαλεπήβολο σχεδιασμό του Ν.Π.Δ.Δ. Η κατάργηση του κτηρίου Β στον αύλειο χώρο του Μουσείου κατά την ανακαίνιση-επέκταση του κτηριακού συγκροτήματος, στέρησε από αυτό ζωτικούς χώρους για την εύρυθμη λειτουργία του. Πιθανή επίλυση του προβλήματος με ενοικίαση χώρων θα επιβάρυνε σημαντικά τον προϋπολογισμό του Μουσείου με άμεσες συνέπειες στην ελεύθερη πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις ποικίλες μουσειακές εκπαιδευτικές δράσεις.
Κάθετη είναι η διαφωνία μας και με το ομιχλώδες τοπίο της διαχείρισης του υφιστάμενου προσωπικού που υπηρετεί στα πέντε μεγάλα Μουσεία. Σε κάθε περίπτωση, είτε επιθυμεί να παραμείνει, είτε επιθυμεί να φύγει, είναι εγκλωβισμένο στο Μουσείο για 3+1 χρόνια. Για ποιο λόγο επομένως να δηλώσει από τώρα αν θα μείνει ή αν θα φύγει, και να μην πάρει τη σχετική απόφαση μετά από τέσσερα χρόνια; Πώς μπορεί να επιλέξει όταν δεν υπάρχει το οργανόγραμμα; Χωρίς το οργανόγραμμα δεν είναι σαφή τα καθήκοντα που θα κληθεί να αναλάβει ο καθένας από εμάς στο πλαίσιο της καθημερινότητας του Μουσείου. Επιπλέον, αναφορικά με το προσωπικό που θα θελήσει να αποχωρήσει, είναι σίγουρο ότι μετά από 4 χρόνια θα υπάρχουν στο Υπουργείο Πολιτισμού διαθέσιμες οργανικές θέσεις αντίστοιχης ειδικότητας στην ίδια πόλη; Δεν είναι αρκετά πιθανό οι οργανικές θέσεις των Δημόσιων Μουσείων που θα έχουν αναδιανεμηθεί στις Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, να έχουν πληρωθεί μετά από 4 χρόνια; Πού θα εργαστεί το προσωπικό που θέλει να αποχωρήσει, θα υποχρεωθεί να μετακινηθεί ανά την Ελλάδα, με άμεσες επιπτώσεις στην οικογενειακή του κατάσταση; Ποιο είναι το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς; Ποιος θα καθορίσει το μισθολόγιο του προσωπικού;
Τέλος, τίθενται τα εξής ειδικότερα ζητήματα:
- Σύμφωνα με το Άρθρο 11 «η έκθεση απογραφής συντάσσεται εντός τριμήνου από τη συγκρότηση της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου, υπογράφεται από όλα τα μέλη της αντίστοιχης επιτροπής, υποβάλλεται προς τον Γενικό Γραμματέα Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, που υπογράφεται από αυτόν και το Γενικό Διευθυντή έκαστου Μουσείου». Εάν πρόκειται για πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής αρχαίων ανάμεσα στο ΥΠΠΟΑ και το εκάστοτε Μουσείο, τότε η συζήτηση έχει δυστυχώς και άλλες προεκτάσεις.
- Το διάστημα των 3 μηνών για την απογραφή των Συλλογών που εκτίθενται ή φυλάσσονται στο Μουσείο από την πενταμελή Επιτροπή του ΥΠΠΟΑ είναι μη ρεαλιστικό. Προφανώς θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος. Δεν είναι ωστόσο σαφές τι εννοείται ως «απογραφή».
- Γιατί δεν προηγείται απογραφή και για τον εξοπλισμό του Μουσείου πριν υπογραφεί το αντίστοιχο πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής;
- Στα τυπικά προσόντα επιλογής Γενικού Διευθυντή να αναφερθεί ρητά διδακτορικός τίτλος στην Αρχαιολογία και να διευκρινιστούν οι «συναφείς επιστήμες».
- Στα τυπικά προσόντα επιλογής Γενικού Διευθυντή να προστεθεί και η αγγλική γλώσσα εκτός από τις γλώσσες των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Σχετικά με τη μελέτη και δημοσίευση του εκθεσιακού υλικού, η οποία αποτελεί βασική υποχρέωση του Ν.Π.Δ.Δ., ποια διαδικασία θα ακολουθεί για τα αδημοσίευτα αρχαία; Αν έχει παρέλθει ο χρόνος αποκλειστικής δημοσίευσης από τους ανασκαφείς, σύμφωνα με τα άρθρα του Αρχαιολογικού Νόμου, υποχρεούται το Μουσείο να προχωρήσει στη δημοσίευση του υλικού;
- Στο σχέδιο νόμου πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβλέπεται η ίδρυση Διεύθυνσης Συντήρησης, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται η συμμετοχή της ειδικότητας των συντηρητών από τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου.