ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr
 
 
 
Αθήνα,  8/3/2022

                                                                                                               
Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, 8 του Μάρτη του 2022
 
H 8η του Μάρτη δεν είναι γιορτή! Είναι η συνέχεια των διαρκών αγώνων των γυναικών για ισότητα, για έξοδο από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Συμμετέχουμε – στηρίζουμε όλες τις κινητοποιήσεις για την 8η Μάρτη.
Στάση εργασίας 12.00 έως τη λήξη του ωραρίου.
Συγκέντρωση στις 13.00 στην Πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα.
 
O Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων τιμά τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας με την ψηφιακή δράση 8 γυναίκες αρχαιολόγοι για τις 8 Μάρτη: πρόκειται για ένα ψηφιακό αφιέρωμα σε 8 γυναίκες αρχαιολόγους, που άνοιξαν τον δρόμο όχι μόνο με τις επιστημονικές τους μελέτες ή την ευδόκιμη πορεία τους στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά και με το ήθος τους, τη στάση ζωής και την αταλάντευτη αφοσίωσή τους στα πιστεύω τους. Από τις 8 Μαρτίου και για οκτώ ημέρες ένα σύντομο κείμενο θα αναρτάται κάθε μέρα, με σχετικό φωτογραφικό υλικό, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης του Συλλόγου, προκειμένου να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τις πρωτοπόρες αρχαιολόγους.

8 γυναίκες αρχαιολόγοι για τις 8 Μάρτη

Σέμνη Καρούζου

Η Σέμνη Καρούζου (γεν. Κλεοσέμνη Παπασπυρίδη) γεννήθηκε στην Τρίπολη και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Χρήστο Καρούζο, και στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Υπήρξε από τις πρώτες γυναίκες που διορίστηκαν στην αρχαιολογική υπηρεσία το 1921. Υπηρέτησε ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην Αργολίδα, την Κρήτη, την Εύβοια και την Αθήνα, ενώ το 1934 έγινε η πρώτη γυναίκα Έφορος της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Μουσείου.
 Η Σέμνη Καρούζου έλαβε μέρος στη συγκλονιστική συλλογική προπάθεια απόκρυψης των αρχαιολογικών θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: οι έξι μήνες που διήρκησε ο πόλεμος στην Αλβανία, έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο στους λιγοστούς εργαζομένους του Μουσείου, να κρύψουν με τόσο επιτυχημένο τρόπο όλα τα ευρήματα, ώστε, όταν έφτασαν οι Γερμανοί κατακτητές στην Αθήνα, έκπληκτοι αντίκρυσαν κενό το κτήριο της Πατησίων.
Μεταπολεμικά, εργάστηκε μαζί με τον σύζυγό της πυρετωδώς για την αποκατάσταση των θησαυρών του Μουσείου· με την ανασύσταση του ΕΑΜ, που θα ολοκληρωθεί το 1964, οι Καρούζοι σφραγίζουν την εξέλιξη της ελληνικής αρχαιολογίας και της μουσειακής πολιτικής της χώρας στο β’ μισό του 20ου αιώνα.
Μέλος της διανόησης της εποχής, μαζί με τον σύζυγό της, η Σέμνη Καρούζου υπήρξε προσωπική φίλη με τους Άγγ. Σικελιανό, Δ. Γληνό, Ν. Καζαντζάκη κλπ. Μολονότι η ίδια δεν υπήρξε φεμινίστρια, γνώριζε ωστόσο προσωπικά και παρακολουθούσε το έργο και τις ιδέες φεμινιστριών όπως η Ρόζα Ιμβριώτη και η Αύρα Θεοδωροπούλου.
Η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος υπήρξαν παραδείγματα επιστημόνων και δημοσίων λειτουργών, που δεν φοβήθηκαν να εκφράζουν τις ιδέες τους ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν οι μόνοι Έλληνες αρχαιολόγοι που παραιτήθηκαν από την ιδιότητά τους ως μέλη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Το 1967, όταν η δικτατορία των Συνταγματαρχών ανέλαβε την εξουσία, οι Καρούζοι ανακηρύσσονται personae non gratae. Λίγο αργότερα ο Χρήστος πεθαίνει, ενώ η Σέμνη, στην οποία είχε απαγορευτεί η είσοδος στο Μουσείο, δραπετεύει για την Ιταλία. Με την Μεταπολίτευση επιστρέφει στην Αθήνα, όπου θα συνεχίσει τη λαμπρή της σταδιοδρομία, αφήνοντας πλουσιότατο και ποικίλο συγγραφικό έργο έως το 1994, όταν και πεθαίνει, πλήρης ημερών.
 
Harriet Boyd Hawes

H Harriet Ann Boyd, μετέπειτα Hawes, γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αι. στη Βοστώνη. Η μητέρα της πέθανε πρόωρα, όταν ήταν ακόμη παιδί, και ο πατέρας της την ανέθρεψε δίπλα στους μεγαλύτερους αδερφούς της, ένας εκ των οποίων την εισήγαγε στις Κλασικές Σπουδές.
Αρχικά δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, σύντομα όμως την κέρδισε το πάθος της για την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό. Ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών, ενώ υπήρξε η δεύτερη μόλις γυναίκα που έλαβε την υποτροφία Agnes Hoppin Memorial, που είχε στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών στον τομέα της αρχαιολογίας.
Επιθυμώντας διακαώς να συμμετέχει σε έρευνες πεδίου, η Boyd ζήτησε με την υποτροφία της να συμμετέχει στις ανασκαφές της Σχολής, στην Κόρινθο, το αίτημα της όμως απορρίφθηκε λόγω του φύλου της. Χωρίς να διστάσει από την έλλειψη συμπαράστασης, η Αμερικάνα αρχαιολόγος χρησιμοποίησε την υποτροφία της για να χρηματοδοτήσει τις έρευνες της στην Κρήτη, που μόλις έβγαινε από την περιπέτεια του πρόσφατου ελληνοτουρκικού πολέμου (1897).
Με όπλα της την επιμονή της αλλά και την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, η Harriet Boyd γίνεται η πρώτη γυναίκα που διευθύνει ανασκαφή στην Ελλάδα: αρχικά ανέσκαψε στο Καβούσι (1900), και στη συνέχεια στα Γουρνιά (1901-1904). Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που μίλησε στο Archaeological Institute of America, ενώ η δημοσίευση της ανασκαφής στα Γουρνιά αποτελεί την πρώτη οργανωμένη συλλογική δημοσίευση προϊστορικού οικισμού της Κρήτης. Μολονότι δεν συνέχισε να δραστηριοποιείται στο πεδίο, μετά και τον γάμο της το 1906, η Harriet Boyd άνοιξε τον δρόμο για τις επόμενες γενιές γυναικών αρχαιολόγων, σε πολλαπλά επίπεδα.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί η συνειδητή και αλληλέγγυα στάση ζωής της και εκτός του πεδίου της αρχαιολογίας: λίγο αφού έφτασε στην Ελλάδα, ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος και η νεαρή Harriet προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού στο μέτωπο. Ως νοσοκόμα, βοήθησε τραυματίες και αρρώστους στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ υπήρξε η πρώτη γυναίκα οδηγός νοσοκομειακού στην Ευρώπη. Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου πέτυχε να απεγκλωβίσει την κόρη της από την Πράγα και βοήθησε αρκετές Εβραϊκές οικογένειες να διαφύγουν στην Αμερική. Οι πολεμικές εμπειρίες της την έκαναν να συλλάβει την ιδέα ενός οργανισμού σαν τον ΟΗΕ, πριν καν ιδρυθεί, και να επιχειρηματολογεί ότι κανένα κράτος δεν πρέπει να εξουσιάζει τα υπόλοιπα. Πέθανε σε ηλικία 75 ετών το 1945, λίγο πριν από την οριστική ήττα των Ναζί στην Ευρώπη, την οποία τόσο επιθυμούσε.

 
Άννα Αποστολάκη

Η Άννα Αποστολάκη (1881-1958) γεννήθηκε στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου  της Κρήτης. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο Διδασκαλείο και στη συνέχεια γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ενώ συνέχισε να εργάζεται ως δασκάλα. Ήταν από τις ελάχιστες Ελληνίδες που άρχισαν να εισέρχονται στο αρχαιολογικό επάγγελμα και θα συνδέσει το όνομά της (μαζί με την Σέμνη Παπασπυρίδη-Καρούζου) με την πρώτη περίοδο της γυναικείας διαμαρτυρίας στην Ελλάδα (γνωστή ως η «εξέγερση των κυριών») και τον κύκλο της Καλλιρρόης Παρρέν. Επίσης υπήρξε η πρώτη γυναίκα μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών καθώς και μια από τις πρώτες γυναίκες απόφοιτες του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών της σπουδών, συμμετείχε στο Πρώτο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο, εργάστηκε ως δασκάλα παιδιών αθηναϊκών οικογενειών, ενώ η θητεία της ως βοηθού του διευθυντή του Νομισματικού Μουσείου Ιωάννη Σβορώνου θα της ανοίξει τον δρόμο της επιστημονικής έρευνας: συμμετέχει στο Πρώτο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο (Αθήνα 1905) και δημοσιεύει το πρώτο της άρθρο στη Διεθνή Εφημερίδα της Νομισματικής Αρχαιολογίας.
Η Αποστολάκη ήταν από τις πρώτες γυναίκες της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας (με ιδρυτή τον Ν. Πολίτη) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λυκείου των Ελληνίδων που ίδρυσε η Κ. Παρρέν (1911). Η τελευταία μάλιστα αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Αποστολάκη την Ελληνίδα ομόλογη της H. Boyd. Διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1922 και λίγο αργότερα τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα την οδήγησαν στο σημερινό Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, τότε Μουσείο Ελληνικών Κοσμητικών Τεχνών  στο Τζαμί Τζισδαράκη​​. Στο παλαιότερο λαογραφικό μουσείο της χώρας αφιέρωσε την επαγγελματική της ζωή, πρώτα ως άμισθη βοηθός του Γεωργίου Δροσίνη (1924‐1926), διευθυντή και ιδρυτή του μουσείου, κατόπιν ως επιμελήτρια (1926‐1935) και τέλος ως διευθύντρια (1935‐1954) – η πρώτη γυναίκα που διηύθυνε μουσείο στην Ελλάδα.
Συγχρόνως με την εργασία της στο μουσείο η Αποστολάκη συνεχίζει να συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Λυκείου των Ελληνίδων: στις Δελφικές Γιορτές του 1927 και του 1930 εμπλουτίζει το περίπτερο λαϊκής τέχνης με δείγματα κρητικής χειροτεχνίας, τα οποία είχε συλλέξει η ίδια επί τόπου, και επιβλέπει την κατασκευή ενδυμασιών μινωικής έμπνευσης για τις γιορτές του Λυκείου στο Παναθηναϊκό Στάδιο από το 1926 κ.ε. Αναφέρεται ότι, για να εξασφαλίσει την πιστότητα των αναπαραγωγών, συμβουλεύεται τον ίδιο τον Evans.
Τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου μεριμνά για τη μεταφορά των εκθεμάτων στο Εθνικό Μουσείο, από το οποίο επέστρεψαν (1958) όταν η ίδια είχε αποχωρήσει από την ενεργό υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας (1954). Την ίδια χρονιά με την αφυπηρέτησή της η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το αργυρό μετάλλιο για το σύνολο του έργου της.

 
Alison Frantz

H Alison Frantz (1903-1995) ήταν Αμερικανίδα αρχαιολόγος και φωτογράφος. Σπούδασε Λατινικά στο Κολλέγιο Smith και Βυζαντινή Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Columbia, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1937. Υπήρξε από τους πρώτους υποτρόφους στο Dumbarton Oaks Research Library and Collection, το κατεξοχήν ερευνητικό κέντρο για τις βυζαντινές σπουδές στην Αμερική.
Η Alison ξεκίνησε την αρχαιολογική της σταδιοδρομία στην Ελλάδα το 1929 ως μέλος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών• παρέμεινε επιστημονική συνεργάτης της Σχολής έως το 1993/4. Έχοντας γνώσεις φωτογραφίας ήδη από μικρή ηλικία, ορίστηκε το 1939 επίσημη φωτογράφος της Σχολής και παρέμεινε σε αυτήν τη θέση έως το 1964. Στην Alison οφείλονται εξαιρετικές φωτογραφικές αποτυπώσεις αρχαιοτήτων που συμπληρώνουν καταξιωμένες επιστημονικές εκδόσεις, ανάμεσα στις οποίες αυτή της Gisela M. A. Richter, Korai: Greek Archaic Maidens (1968).
Στο πλαίσιο της εργασίας της η Alison υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη των βυζαντινών και μεταβυζαντινών αρχαιοτήτων στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Από την ενασχόλησή της με την αρχαιολογία της βυζαντινής Αθήνας προέκυψαν δύο αξιόλογες μονογραφίες: η μία για τους Αγίους Αποστόλους Σολάκη (1971) και η άλλη για την Αθήνα κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (1988).
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Alison, όπως αρκετοί συνάδελφοί της, προσέφερε τις υπηρεσίες της στο Office of Strategic Services (την προκάτοχο υπηρεσία της CIA). Μετά τον πόλεμο ορίστηκε μορφωτική ακόλουθος της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και εργάστηκε για την καθιέρωση του Προγράμματος Φουλμπράιτ στην Ελλάδα.
O John S. Thacher, διευθυντής του Dumbarton Oaks, σε επιστολή του προς την Mildred Barnes Bliss το 1941 περιγράφει την Alison ως εξής: «Σκουρόχρωμη και δυναμική. Κοντό πρόσωπο με παχιά φρύδια και μικρό, αλλά αποφασιστικό πηγούνι. Οδηγεί το δικό της αυτοκίνητο, ένα καμπριολέ Roadster, και όταν την βλέπεις να φτάνει στην είσοδο του μουσείου, να παρκάρει το αυτοκίνητό της, να σταματάει τη μηχανή, να χτυπάει την πόρτα, να περπατάει γρήγορα στο πεζοδρόμιο και να ανεβαίνει τα σκαλιά, πείθεσαι αμέσως για τον συντονισμό των αντιδράσεών της και την οικονομία των κινήσεών της. Έχει αρκετή ψυχραιμία για να είναι σιωπηλή και χωρίς χαμόγελο για μακρά χρονικά διαστήματα, ενώ βρίσκεται σε μια ομάδα. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να τη δει κάποιος να βαδίζει μαζί με τον μακρυπόδαρο Δρα Houck, μιλώντας με εμφανή πεποίθηση και προθυμία. Φοράει πολύ καλά αθλητικά ρούχα- πουλόβερ και τουίντ φούστες, παπούτσια με χαμηλό τακούνι».

 
Βενετία Κώττα

Η Βενετία Κώττα (1897 ή 1901-1945) γεννήθηκε στην Αμισό του Πόντου και πραγματοποίησε τις γυμνασιακές της σπουδές στο Χάρκοβο, ενώ είναι πιθανόν να διηύθυνε το ελληνικό Παρθεναγωγείο στο Βουκουρέστι στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού, όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με Καθηγητή τον Gabriel Millet.
Η Βενετία Κώττα υπήρξε η πρώτη γυναίκα που υπέβαλλε αίτηση υφηγεσίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: συγκεκριμένα, στις 21 Μαϊου του 1933 η Κώττα υπέβαλλε στη Φιλοσοφική Σχολή προς κρίση δύο συγγράμματα στο γνωστικό αντικείμενο της «μεσαιωνικής λογοτεχνίας»· η αίτησή της αυτή δεν κρίθηκε, καθώς ο εισηγητής (Δ. Ευαγγελίδης) δήλωσε αναρμόδιος λόγω αντικειμένου. Λίγο αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου η Κώττα επανέρχεται με νέα αίτηση για το αντικείμενο του «δημόσιου και ιδιωτικού βίου των Βυζαντινών» αυτή τη φορά. Ένα μήνα αργότερα η νέα αίτησή της απορρίφθηκε για διαδικαστικούς λόγους – ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι θα πρέπει να φτάσουμε στη δεκαετία του 1970 ώστε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης να εντάξει στο δυναμικό της γυναίκες καθηγήτριες.
Η Βενετία Κώττα, μέλος της Αρχαιολογικής εταιρείας από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, εργάστηκε για πάνω από δέκα χρόνια στις συλλογές του Βυζαντινού Μουσείου, διορίστηκε ωστόσο ως μόνιμη επιμελήτρια αρχαιοτήτων μόλις το 1943, καθώς οι δικτατορίες του Γ. Κονδύλη αρχικά (1935) και κυρίως του Ιω. Μεταξά (1936) είχαν απαγορεύσει την πρόσληψη γυναικών στο Δημόσιο. Μάλιστα, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία τοποθετήθηκε επί Μεταξά ως Διευθυντής Αρχαιοτήτων ο Σπ. Μαρινάτος, ο οποίος στον νέο Οργανισμό όχι μόνο συμπεριέλαβε την απαγόρευση πρόσληψης γυναικών αρχαιολόγων, αλλά και την υποχρεωτική αφυπηρέτηση των ήδη εργαζόμενων γυναικών που ήταν παντρεμένες, εφόσον είχαν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας (διάταξη που στρεφόταν κατά της Καρούζου και της Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου και η οποία δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί).
Το 1943, μέσα στις ειδικές συνθήκες του πολέμου, διορίζεται με μια ειδική διάταξη που την περιέγραφε συγκεκριμένα η Βενετία Κώττα, η οποία υπηρέτησε μόλις δύο χρόνια καθώς πέθανε πολύ νωρίς, πριν κλείσει τα 50 έτη, το 1945.

 
Alice Elizabeth Kober

H Alice Kober γεννήθηκε στο Μανχάταν στις 23 Δεκεμβρίου 1906. Παιδί της εργατικής τάξης, με γονείς μετανάστες από την Ουγγαρία, κατάφερε να σπουδάσει στο κολέγιο Hunter κερδίζοντας υποτροφία. Αποφοιτώντας το 1928 άρχισε να διδάσκει εκεί, ενώ παράλληλα ξεκινούσε  διδακτορικό της στο πανεπιστήμιο Columbia.
Το 1930, πριν ακόμη πάρει τον τίτλο της διδάκτορος, άρχισε να εργάζεται ως επίκουρη καθηγήτρια στο Κολέγιο Brooklyn, ενώ μετά την αποφοίτησή της ξεκίνησε  να ασχολείται με τη μελέτη της Γραμμικής Β γραφής, έχοντας θέσει σκοπό της ζωής της την αποκρυπτογράφησή της. Επειδή της έλειπαν βασικές γνώσεις, άρχισε να μελετά συστηματικά στον ελεύθερο χρόνο της αρχαιολογία, γλωσσολογία, στατιστική και αρχαίες γλώσσες, μεταξύ των οποίων τα σανσκριτικά.
Στα τέλη του 1945 έλαβε ετήσια υποτροφία από το Ίδρυμα Guggenheim για να αφιερωθεί απερίσπαστη στη μελέτη της. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε συνεργασία  με το American Journal of Archaeology, το επιστημονικό περιοδικό του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αμερικής. Το άρθρο  που δημοσίευσε εκείνη τη χρονιά εκεί με τίτλο «Ενδείξεις γραμματικής κλίσης στις πινακίδες των «αρμάτων» από την Κνωσό» ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου.  Αποδεικνύοντας πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Γραμμική Β ήταν μια κλιτική γλώσσα, απέκλεισε μη κλιτικές ή συγκολλητικές, περιορίζοντας έτσι το εύρος των υποψηφίων γλωσσών πίσω από τη Γραμμική Β.
Αν και καταξιωμένη ερευνήτρια στον κύκλο των μελετητών της Γραμμικής Β’ δεν κατάφερε ωστόσο να κερδίσει πανεπιστημιακή έδρα, παρόλο που διέθετε όλα τα τυπικά προσόντα. Τα Πανεπιστήμια εκείνη την εποχή δεν θεωρούσαν κατάλληλες τις  γυναίκες για την καθηγεσία.
Απογοητευμένη, συνέχισε να μελετά και να δημοσιεύει, με φειδώ, τα αποτελέσματα των ερευνών της. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά, που έθεσαν τις βάσεις για την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β στο περίφημο άρθρο της του 1948 «Οι μινωικές γραφές: δεδομένα και θεωρίες», ήταν «τα τρίδυμα της Κober», τρεις συλλαβές που είχε εντοπίσει στην κατάληξη λέξεων και είχε υποθέσει σωστά, ότι αποτελούσαν τρεις πτώσεις.
Προκειμένου να έχει πρόσβαση στο ακόμα αδημοσίευτο υλικό των πινακίδων της Γραμμικής Β από τις ανασκαφές της Κνωσού, είχε δεχτεί να βοηθήσει αμισθί τον Sir John Myers, βοηθό του Evans και κληρονόμο του υλικού του. Έτσι ανέλαβε τη διόρθωση και επιμέλεια των χειρογράφων του Myers για την έκδοση των μινωικών επιγραφών (Scripta Minoa II) και την δακτυλογράφηση για το Scripta Minoa IIΙ. Ο Myers δεν θα μπορούσε να βρει πιο επιμελή και πιο … οικονομική γραμματέα!
Μια αδιευκρίνιστη αρρώστια (πιθανότατα καρκίνος) την οδήγησε στο θάνατο, στις  16 Μαΐου του 1950, σε ηλικία μόλις 43 ετών, χωρίς να μάθει ποτέ για την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ από τον Βρετανό αρχιτέκτονα Michael Ventris
Τι θα συνέβαινε αν δεν είχε πεθάνει τόσο πρόωρα; Θα είχε καταφέρει να λύσει πρώτη τον γρίφο; Ίσως ναι, ίσως όχι…

 
Έβη Τουλούπα –Στασινοπούλου

Η Έβη Τουλούπα, το γένος Στασινοπούλου (1924-2021), γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κυψέλη. Τις γυμνασιακές της σπουδές ολοκλήρωσε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου αποφοίτησε εν μέσω της Κατοχής το 1942. Αμέσως μετά την αποφοίτησή της, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, η οποία λειτουργούσε σποραδικά, αφήνοντας στη νεαρή φοιτήτρια τον χρόνο να συμμετέχει βοηθώντας στα συσσίτια.
Η Τουλούπα ολοκλήρωσε τις σπουδές της  στην Αθήνα το 1950, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη (1953-1954). Ως γυναίκα απαγορευόταν να διοριστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, και έτσι εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε και τις διαλέξεις στο «Αθήναιον» όπου δίδασκαν ο Χρήστος Καρούζος, ο Μανώλης Χατζιδάκης κ.α. Εκεί, γνώρισε και τη Σέμνη Καρούζου, η οποία της πρότεινε να εργαστεί στις εργασίες αποκατάστασης και επανέκθεσης του Εθνικού Μουσείου, που πραγματοποιούνταν με χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ.
Η Τουλούπα από το 1955 και μετά εργάστηκε ως επιστημονικός βοηθός στις αποθήκες του Μουσείου, όπου, το λιγοστό προσωπικό, υπό τη διεύθυνση των Καρούζων, αποσυσκεύαζε τις αρχαιότητες που είχαν προστατευθεί στα χρόνια του πολέμου,  τις ταύτιζε με βάση τα πρωτόκολλα που είχαν συνταχθεί προπολεμικά, τις  συντηρούσε και τις τακτοποιούσε, προετοιμάζοντας την επανέκθεση του Μουσείου.
Το 1956, μετά την άρση της μεταξικής απαγόρευσης προσλήψεων γυναικών στο δημόσιο, αρχίζουν ξανά και προσλαμβάνονται γυναίκες στην Αρχαιολογική Υπηρεσία: η Τουλούπα πετυχαίνει και εισάγεται με τον διαγωνισμό του 1960 και τοποθετείται ως Επιμελήτρια Επτανήσου στην Κέρκυρα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα μετατίθεται στη Θήβα, όπου δίνει μεγάλους αγώνες για τη διάσωση του μυκηναϊκού ανακτόρου που εντοπίστηκε σε σωστική ανασκαφή.
Το 1962 παντρεύεται τον Δημήτρη (Τάκη) Τουλούπα δημοκράτη νομικό και πολιτικό, με αντιστασιακή δράση στα χρόνια της Κατοχής. Το 1969 ο Τουλούπας συλλαμβάνεται από την Χούντα και περνάει τρία χρόνια εξόριστος και φυλακισμένος, ενώ αργότερα ξανασυλλαμβάνεται μετά το Πολυτεχνείο το 1973. Η Τουλούπα περιγράφει:
«Μας είχανε πιάσει, με πήραν κι εμένα με τον άντρα μου στην Ασφάλεια, έμεινα δέκα μέρες. Καλά εμένα με βγάλαν, δεν ήθελε ο άντρας μου ν’ ανακατεύομαι, ένας φτάνει στην οικογένεια, ο άλλος πρέπει να κουβαλάει το φαγητό! Κι έτσι, εκείνος πέρασε διάφορες περιπέτειες, εξορίες, πρώτα στις Φιλιάτες Θεσπρωτίας κι έπειτα στο Καστρί Κυνουρίας. Ήτανε λίγο δύσκολο, έπρεπε, ανάλογα πού ήτανε, να πηγαίνω μετά τη δουλειά, δεν είχαμε και το Σάββατο ελεύθερο. Σάββατο μεσημέρι ας πούμε να έχω πάρει απ’ το πρωί, ρούχα, φαγητά, βιβλία, να τα κουβαλήσω εκεί απ’ όπου έφευγε ένα ταξί με θέσεις για Τρίπολη, απ’ την Τρίπολη ένα λεωφορείο. (...) Aπό την εξορία τον βάλαν κατ’ ευθείαν φυλακή, κάτι βρέθηκε πάλι εναντίον του. Δεν τον πήγαν σε δίκη. Ξέρουμε γιατί δεν τον πήγαν σε δίκη. Γιατί εκείνο που θα είχανε ως μόνο ενοχοποιητικό γι’ αυτόν είναι ότι ήταν μια συντροφιά που μαζεύανε στοιχεία πώς με τη χούντα είχαν καταρρεύσει η παιδεία, το στράτευμα, όλα αυτά λοιπόν έπρεπε να τα φέρουν ως αποδεικτικά. Κι έτσι τον Αλευρά και τον άντρα μου τον άφησαν το ’72 και το ’73 με στείλαν εμένα στα Γιάννενα. Επί χούντας στα Γιάννενα, ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Τότε είχε κάνει ένα είδος αποκέντρωσης η χούντα, δηλαδή δεν εξαρτιόμουνα από το Υπουργείο αλλά από τον Στρατιωτικό Διοικητή. Κι έπρεπε να πηγαίνω κάθε μέρα εκεί. Είναι σκληρά χρόνια, πολύ.»*
Το 1973, με τις μαζικές μετακινήσεις Εφόρων της Αρχ. Υπηρεσίας από τον Σπ. Μαρινάτο, Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων επί Γεωργίου Παπαδόπουλου, η Τουλούπα τοποθετήθηκε στα Γιάννενα, ενώ μετά τη δικτατορία ανέλαβε θέσεις στην Γ’ Εφορεία Αθηνών, στην Εφορεία Εύβοιας και εν τέλει, το 1982 τοποθετείται Έφορος Ακροπόλεως, από όπου και αφυπηρέτησε, έχοντας συμβάλει ουσιαστικά στην πρόοδο των εργασιών αναστήλωσης του Βράχου, στην ανάπτυξη των εξειδικευμένων συνεργείων, στην ίδρυση του Εργαστηρίου Εκμαγείων, στην ίδρυση της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως κλπ.
Η Ε. Τουλούπα πέθανε το 2021, πλήρης ημερών, έχοντας αφήσει πίσω της σημαντικό επιστημονικό και διοικητικό έργο για την προστασία αλλά και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και αναμνήσεις γεμάτες αγάπη και σεβασμό στους ανθρώπους που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί της.
(* απόσπασμα από τη συνέντευξη της Ε. Τουλούπα στον ιστότοπο Αρχαιολογία (https://www.archaiologia.gr/.../%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE.../)

 
Honor Frost

Η Honor Frost υπήρξε μία από τους σκαπανείς της ενάλιας αρχαιολογίας διεθνώς και η πρώτη γυναίκα που ασχολήθηκε με την αρχαιολογική κατάδυση. Ξεκίνησε να καταδύεται το 1952 και έκτοτε διηύθυνε σημαντικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο συμβάλλοντας καθοριστικά στην θεμελίωση της επιστημονικής μελέτης των ενάλιων ευρημάτων, με ιδιαίτερη συνεισφορά στην τυπολογία των αρχαίων αγκυρών.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 28 Οκτωβρίου 1917. Ήταν μοναχοπαίδι και έμεινε ορφανή από μικρή. Σπούδασε καλές τέχνες στο Λονδίνο και την Οξφόρδη και δούλεψε αρχικά στην Tate Gallery. Το 1952 καταδύθηκε δοκιμαστικά και έκτοτε την κέρδισαν οι θαλασσινές εξερευνήσεις. Αργότερα είπε ότι «ο χρόνος που ξοδεύεται έξω από το νερό πάει στράφι» (“Time spent out of the water was time wasted”). Ήταν η εποχή που ο Κουστώ εξέλισσε το σύστημα αυτόνομης κατάδυσης και η Honor Frost υπήρξε μέλος του πρώτου Ομίλου Αυτοδυτών με έδρα τις Κάννες (Club Alpin Sous-Marin).
Στο πλαίσιο αυτό η Honor Frost συμμετείχε στην ανασκαφή ενός πρώιμου ναυαγίου, του ναυαγίου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στις ακτές της Τουρκίας (ακρωτήριο Gelidonya) συμβάλλοντας καθοριστικά στην πρώτη επιστημονική έρευνα ναυαγίου. Σε μια εποχή που η ενασχόληση με ενάλιες έρευνες και αρχαία ναυάγια ήταν περισσότερο περιπέτεια και τεχνική και λιγότερο επιστήμη, η Honor Frost επέμεινε στην επιστημονική αντιμετώπιση της ενάλιας ανασκαφής και των ενάλιων ευρημάτων.
Η Frost πέρασε πολλά χρόνια στο Λίβανο, όπου συμμετείχε στις έρευνες του Γαλλικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Βυρηττού στα αρχαία λιμάνια της Βύβλου, της Σιδώνας και της Τύρου. Εκεί ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις αλλά και τις άγκυρες, που τις θεωρούσε κλειδί για την αναγνώριση των αρχαίων ναυαγίων, αλλά και την αποκρυπτογράφηση του εμπορίου στην αρχαιότητα. To 1968 τέθηκε επικεφαλής αποστολής της UNESCO για την ενάλια έρευνα στο Λιμάνι της Αλεξάνδρειας (Φάρος), που άνοιξε τον δρόμο στην ενάλια αρχαιολογία στην Αίγυπτο. Από το 1971 διηύθυνε την έρευνα του αρχαίου φοινικικού πολεμικού πλοίου που βρέθηκε στη Σικελία (Marsala).
Η Honor Frost είχε καθοριστική συμβολή στην οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων και περιοδικών για την ενάλια αρχαιολογία, όπως το IJNA (International Journal of Nautical Archaeology), ενώ συμμετείχε ανελλιπώς στα συνέδρια ΤΡΟΠΙΣ στην Ελλάδα. Είχε επίσης εξαιρετικό ταλέντο στο αρχαιολογικό σχέδιο. Πέθανε πλήρης ημερών, σε ηλικία 92 ετών, στις 12 Σεπτεμβρίου 2010. Πριν το τέλος της ζωής της φρόντισε ώστε η περιουσία της να διατεθεί για τη δημιουργία ενός Ιδρύματος, που χρηματοδοτεί την ενάλια αρχαιολογία, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανατολική Μεσόγειο (Honor Frost Foundation).
Αεικίνητη και νευρώδης, αντισυμβατική και ασυμβίβαστη, ακούραστη και ευχάριστη, πάντοτε υποστηριχτική σε νεότερους επιστήμονες, η Honor Frost ήταν ως το θάνατό της η ζωντανή ιστορία της ενάλιας αρχαιολογίας στην Ευρώπη.